Ειρήνη Βεργοπούλου

O Παράμεσος.

O   Παράμεσος.

Τυχαία διαδρομή σταθερής τροχιάς. Συριγμοί, ξεροί ήχοι από πόρτες που σε σχετικά τακτικά χρονικά κομμάτια, ανοιγοκλείνουν. Ενα λαχάνιασμα τότε, άψυχου μετάλλου, που , λόγω της συνάφειας με τους έμψυχους, έχει αντιγράψει ωστόσο το ανθρώπινο χασμουρητό ρουτίνας γραφείου.
Πολλές στάσεις, πολλές αποστάσεις, πολλές νοητές αποστάσεις.
Μεταξύ τεσσάρων ζευγαριών από γόνατα, στον τετραθέσιο καναπέ, ωκεανοί και ήπειροι ενδιάμεσα. Ο κάθε καθισμένος, μια άλλη χώρα. Με σύνορα αυστηρά. ‘Η, μετρίως ασφαλισμένα. ‘Η, ευάλωτα. Και είναι πρωί, κάνει κρύο, και δεν επιδιώκω καμία αίτηση βίζας προς πουθενά να κάνω.

Εντοιχισμένοι και προστατευμένοι στον ατομικό χώρο των σκέψεων. Οριζόντιες γραμμές σαν πλαγιαστές σιδερόβεργες , καθηλώνουν το πάνω χείλος με το κάτω , ραμμένα. Καμιά φορά, εκτίθεται κανείς αν μονολογήσει κάτι και προδοθούν τα λόγια του, σαν μπαλονάκια ήλιου που ξεφεύγουν προς τα πάνω. Πιο ευπρεπές φυσικά, αν απλά συνεννοείται στο handsfree : εκεί η καθημερινή παράνοια είναι δικαιωμένη και δικαιολογημένη.
Πολλοί όρθιοι, κυρίως νεότεροι, κρατούν χάρτινα χρωματιστά κυπελλάκια με ζεστό καφέ στο ένα χέρι. Δεν ξέρω αν ζηλεύω περισσότερο την πολύ μικρή τους ηλικία ή το άχνισμα που δραπετεύει από το φρέσκο ρόφημα.

Κάποια στιγμή ένα μικρό βαρίδι αισθάνομαι κάπου να με ακουμπάει. Σαν ένα ελαφρύ βάρος να με έχει αγγίξει. Δεν είναι κάτι απτό, είναι μόνο ένα βλέμμα. Ανιχνεύω την πορεία του βλέμματος. Προήλθε από το κορίτσι που κάθεται μπροστά μου και αριστερά, και κατευθύνθηκε προς το αριστερό χέρι μου.
Τσεκάρω το γιατί. Το βλέμμα της είχε τελικά στοχεύσει, για λίγα δευτερόλεπτα, το παράμεσο δάχτυλο του χεριού μου. Κοιτώ λίγο
λιγότερο αφηρημένα και παρατηρώ πιο προσεχτικά, ότι το ψεύτικο νύχι αυτού του δάχτυλού μου έχει σπάσει. ‘Όλα τα άλλα δάχτυλά μου έχουν τις ακρυλικές μύτες άθικτες. Αυτή του παράμεσου όμως, έχει σπάσει, και αυτό το ασήμαντο ατύχημα, προκάλεσε την περιέργεια και το έκπληκτο βλέμμα της κοπέλας.
Την κάνω ούτε για είκοσι χρόνων, μάλλον δεκαεννιά. Εφηβικά αδύνατη, με αδιάφορα καστανά λιπαρά μαλλιά , μαζεμένα σε σεμνότατη και απλότατη αλογουρίτσα. Χλωμούλα, λεπτούλα, με κάνα δυο, σπαστικά για αυτήν σίγουρα, μπιμπικάκια, και άβαφα μάτια. Σε ένα αλλόκοτο δηλαδή ηλικιακά μεταίχμιο, όπου πρέπει να αισθάνεται ενήλικη, αλλά την μπερδεύει ότι μέχρι πριν σύντομο σχετικά καιρό, είχε το συγχωρητέο της παιδικής ηλικίας ακόμα. Πόσο πολύ θα πρέπει να την εντυπωσίασε το άνευ σημασίας τεχνητό μου ελάττωμα. Κανείς από τους άλλους δυο καθήμενους συνεπιβάτες , ούτε κανείς από τους κοντινούς, τους σκοτισμένους με τα δικά τους όρθιους, δεν το έχει προσέξει, ούτε και θα τους ενδιέφερε βέβαια. Πόσο αλώβητο από άλλες έγνοιες και μνήμες είναι άραγε ακόμα το μυαλό της, που είχε χώρο να για να αφιερώσει τόση έκπληξη σε κάτι τόσο αβαρές.
Και , όταν κατάλαβε ότι και εγώ τις ανταπέδωσα το κοίταγμα, δείχνοντας ότι κατάλαβα πού καρφωνόταν, στράφηκε ένοχα και τσαντισμένα αλλού, σαν να κάκιωνε τον εαυτό της που πρόδωσε την ζαβολιάρικη παιδική της περιέργεια.
Με είχε ωθήσει όμως ήδη, να παρατηρήσω λίγα δευτερόλεπτα και εγώ τον παράμεσό μου. Ξαναπρόσεξα τα ‘μαξιλαράκια’ στο πρώτο οστούν, που έχουν τα δάχτυλά μου. Σαν των αδελφιών μου, και όπως ήταν του πατέρα μου. Συχνά μας το λένε οι θείοι μας αυτό. « ‘Εχετε το τάδε από τον μακαρίτη, έχετε το δείνα ».

‘Εχουμε δηλαδή οι απόγονοι το μέτωπο έτσι, το πέλμα έτσι, τον αγκώνα κάπως. Κομματάκια από τους ανθρώπους μας που λείπουν. Τι άχρηστες τελικά συγκρίσεις. Λες και μπορούμε τους απόντες να τους ξανασυναρμολογήσουμε από τα δώθε και κείθε κομμάτια τους.

Τον παράτησα τον παράμεσο, και κοίταξα από το τζάμι του συρμού προς τα έξω, ενώ περνούσε από τη σήραγγα. ‘Εφθανε σε καινούργιο σταθμό. Το τζάμι είναι φυμέ και δημιουργεί , εν αγνοία του μηχανικού μάλλον, ένα φίλτρο , μια αίσθηση αναγεννησιακής ή μεσαιωνικής τέχνης καθώς περιβάλλει την έξω εικόνα. Τα κορίτσια που στέκονται στην αποβάθρα, με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ομορφαίνουν και γίνονται αινιγματικές σαν Τζοκόντες. Τα αινίγματα κείτονται όμως ακόμα όλα μπροστά τους.
Ο συρμός συνεχίζει, και στον επόμενο σταθμό παρατηρώ έναν άγνωστό μου, που μου θυμίζει έντονα έναν φίλο μου, σε νεότερη ηλικία όμως. Σαν να μεσολάβησαν δεκαπέντε χρόνια προς τα πίσω, από τον ένα σταθμό στον άλλο. Στην επόμενη αποβάθρα, θα μας δω πάλι παιδιά άραγε, να προσμονούμε τα τρένα, σαν τεράστια παιχνίδια, με την καρδιά γεμάτη λαχτάρα;

‘Όχι πολύ πιθανό. Σηκώνομαι γιατί ήρθε η ώρα να αποβιβαστώ. Κάνω μια κίνηση να φορέσω το μπερεδάκι μου για το κρύο.
Το timing είναι τέτοιο, που τη στιγμή που ακουμπά αυτό στα μαλλιά μου, ανοίγουν ξερά οι πόρτες και ακούγεται ένα κλακ, σαν να έπεσε το καπέλο με πολλά κιλά στο κεφάλι μου. Κανείς δεν το προσέχει.

( Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘Πολίτες’ ).

Single Post Navigation

2 thoughts on “O Παράμεσος.

  1. Μου άρεσε Ειρήνη η παραστατικότητα των εικόνων μεσα απο την λεπτομερή αφήγηση!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s