Ο Μάρτης δεν έχει μπέσα.
http://www.wikipaintings.org/en/rene-magritte/the-infinite-recognition-1963
Το αριστερό μου χέρι έρπει σπασμωδικά στον άερα πίσω από την πλάτη μου, σαν σάλιαγκας τρομαγμένος και στραβός, όξω από το κέλυφός του.
Ψαχουλεύω στα τυφλά το κενό χωρίς να βλέπω, αναζητώντας το λούκι του αριστερού μανικιού του παλτού μου. Το δεξί μου χέρι έχει ήδη χωθεί στο δεξί μανίκι. Η αγωνία των λίγων δευτερολέπτων λήγει, όταν μια αόρατη αβρή κίνηση από τα όπισθεν καθοδηγεί και ενσωματώνει επιτέλους το αριστερό μου χέρι στο σωστό χώρο . Φέρνει επίσης με μια κοφτή κίνηση όλο το σώμα μου στα ίσια του, μια χαρά τώρα εντοιχισμένο μέσα στο βαρύ μαντώ, σαν πηλός που ξαναμπήκε άνετα στο καλούπι του.
Κάνω μια στροφή εν τέλει ,λίγο έκπληκτη από την θέρμη και την αμεσότητα της βοήθειας. Βλέπω από πολύ κοντά, το πρόσωπο του συζύγου της γειτόνισσάς μου που την έχω για λίγο επισκεφτεί. Υπερβολικά αυλακωμένο, αν και δεν είναι και τόσο μεγάλος. Σαν να χάραξε κάποτε τους μήνες και τα χρόνια όπως περνούσαν από τη ζωή του, στο πρόσωπό του, όπως τα χαράσσουν με λεπίδια στους τοίχους των φυλακών οι έγκλειστοι. Μου χαμογελάει. ‘Ενα αληθινό χαμόγελο, από τα μέσα του, μέσα από την ψεύτικη, κακοφτιαγμένη οδοντοστοιχία. Ακόμα έχω μείνει κάπως απορημένη από την ευγένειά του, την παλιομοδίτικη. Θυμάμαι που μου έχουν πει παλιότερα οτι είχε φύγει πολύ μικρό αγόρι για τη Σουηδία, λόγω φτώχειας, και έζησε δύσκολα εκεί, στα κρύα, μέχρι επιτέλους να γυρίσει και να ‘φτιαχτεί’ πίσω στην Ελλάδα και να κάνει οικογένεια.
» Σας ευχαριστούμε για τα ρούχα» , μου λέει, για πολλοστή φορά, όπως και η γυναίκα του. Με φέρνουν σε αμηχανία, εγώ είχα φέρει απλώς κάποια κομμάτια που είχαμε στο σπίτι για να τα δωρίσω στη συλλογή ρούχων που κάνουν για οικογένειες στη γειτονιά που έχουν ανάγκη. » Σας παρακαλώ, μην το λέτε , δεν έκανα τίποτα, εσείς κάνετε το σημαντικό έργο, με τη σύζυγο, εμείς λεπτομέρειες κάνουμε» του απαντώ και πάλι και το εννοώ. Κουνάνε και οι δυο συγχρονισμένα τα κεφάλια τους με αντίστοιχα αμήχανα χαμόγελα.
Ανοίγω με οικειότητα την πόρτα για να φύγω, αφού τους ξέρω χρόνια. Χαιρετιούνται με τους δικούς μου επί δεκαετίες στο δρόμο. Θα κατέβω τώρα τρεις ορόφους από τις σκάλες : το οίκημά τους δεν έχει ασανσέρ, και το έχτιζαν σιγά σιγά επί πολλά χρόνια , πάτωμα-πάτωμα. Τα λίγα κάτω διαμερίσματα τα πούλησαν ή τα νοικιάζουν τώρα. Οταν ανέβαινα πριν μια ώρα σήμερα, άκουγα άθελά μου σε όλη την ανάβαση όλα σχεδόν τα διαφορετικά είδη φωνών που βγαίνουν από τα διαμερίσματα και διαχέονται, σαν τις μυρωδιές από τα φαγητά και αυτές. Κάποιοι τσακώνονταν με κλάματα και η γυναίκα τού φώναζε ‘όσο είσαι σε αυτό το γάμο ακόμα, εμένα να μη με βρίζεις, κτήνος’, και έσπασε η φωνή της βαριά και άσχημα στο τελευταίο αυτό απάνω. Κείνη την ώρα με τράβηξε από το άλλο αυτί μια παιδική κοριτσίστικη φωνή που καλούσε έντονα τη μαμά της κάτι να δει, με κάποια πολύ δυναμικά και έντονα ‘α’. Στον πρώτο όροφο άκουσα τις μεσημεριανές ειδήσεις ντόλμπυ στέρεο δυνατά από μια τηλεόραση , με συγκεχυμένα νοήματα , από κάποιον απροσδιόριστα επώνυμο εκφωνητή, ανακατεμένα κουκιά μαγειρεμένα, ενώ έξω από την πόρτα στέγνωνε μια ομπρέλα δίπλα σε μια χοντρή μαγκούρα γέροντα. Στον δεύτερο σαν να μου φάνηκε ότι ένας καναπές κουνιόταν ρυθμικά πάνω σε παλιωμένους σουμιέδες που αγκομαχούσαν να ανταπεξέλθουν στην ένταση.
» Θα χαρούμε να σε ξαναδούμε για καφέ» είπε ο γείτονάς μου, ενώ με ξεπροβόδιζε.
«Ναι», του είπα, » μια καλύτερη μέρα, χωρίς βροχή καλύτερα».
Με κοίταξε με δυο κατάμαυρα κουρασμένα μάτια, που συγκέντρωναν όλες τις εγκυκλοπαίδειες σε ένα και μόνο φύλλο, σε μια ματιά.
» Είδες ο απατεώνας, ο Μάρτιος; τι καιρό; ποτέ μην τον εμπιστεύεσαι, όταν έρχεται. Ο Μάρτης δεν έχει μπέσα».
Με ακινητοποίησε λίγο το σχόλιό του. Λίγες στιγμές στάθηκα για να το ερμηνεύσω. ‘Υστερα γύρισα και προς την χαμηλόφωνη σύζυγο, χαιρέτησα εγκάρδια άλλη μια φορά και τους είπα ‘στο επανιδείν, και σύντομα’. Κατηφόρισα πάλι τις σκάλες. Δεν τους ξαναεπισκέφτηκα ποτέ, ποτέ δεν υπήρξε χρόνος. ‘Ολο το έλεγα, μα ποτέ δεν υπήρχε χρόνος. Οι δικοί μου πιο πολύ, τους έβλεπαν που και που στη γειτονιά.
Κάποια μέρα είδα ένα αγγελτήριο κηδείας να περιφέρεται στις κολώνες τριγύρω. Πλησίασα και είδα ότι ήταν αυτός. Εξηνταδύο χρόνων. ‘Ηταν Μάρτης.
Και ποιος μήνας έχει μπέσα;
Αφού διάβασα το πολύ παραστατικό και γεμάτο εικόνες κείμενο σου (ήταν σα να έβλεπα ταινία), Ειρήνη μου, σκέφτηκα, «Τι ζωές και αυτές» ή «Τι ζωή και αυτή» ή «Ζωή είναι αυτή;» ή «Τι να τι κάνω τέτοια ζωή!»…
Ο Magritte «έδεσε» τέλεια με το εξαιρετικό κείμενο! :)
Στεφανία μου καλημέρα και ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια όπως πάντα. Μια κανονική ζωή όπως πολλών Ελλήνων όμως. Φιλιά καλή μου και αγάπη.
παρά πολύ ωραίο Ειρήνη!
Ω ! ευχαριστώ πολύ Κωνσταντίνε μου, να είσαι καλά !!