Το «Blow Up» του τεράστιου Αντονιόνι.
Το ξαναείδα το βράδυ της Τετάρτης, στο «Όασις» στο Παγκράτι, αφού αυτές τις ημέρες προβάλλεται στην Αθήνα σε καινούργια, επεξεργασμένη ψηφιακά εκδοχή. Και από τότε δεν μπορώ να «συνέλθω», που λέει ο λόγος. Ίσως ο κινηματογράφος του Αντονιόνι είναι κάτι που εγγράφεται πολύ έντονα στην ψυχή μου, ο τι και αν είχε μάστορας εκείνος σκηνοθετήσει. Ημέρες τώρα, δεν μπορώ ακόμα να αποδράσω διανοητικά από τις εικόνες του, δεν μπορώ να σταματήσω να αποπειρώμαι να ερμηνεύσω τα νοήματα του. Διαβάζω τις κριτικές που γράφονται τώρα, και εκείνες που γράφτηκαν τα προηγούμενα χρόνια, και εκείνες στα αρχεία των ιστοσελίδων, τις ορίτζιναλ, αυτές που γράφτηκαν με το που πρωτοπαίχτηκε σε Αγγλία και Αμερική, το 1967. Κάθε κριτική, τότε και τώρα, είναι μια τροποποιημένη ερμηνεία και προσέγγιση: γιατί τέτοιο είναι το παλίμψηστο των ιδεών του μεγαλοφυούς Ιταλού. Και με την εξαίρεση ότι κάποιοι του είχαν προσάψει ότι έχει έναν «διδακτισμό» σε μερικά σημεία, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πνοή της σύλληψης και την καλλιτεχνική εκτέλεση.
Έχω φτιάξει πλέον μια συλλογή από frames του, έναν ψηφιακό φάκελο στον υπολογιστή μου και στο Pinterest όπου αποθηκεύω τις σκηνές του.
Τι να πρωτοαναφέρω. Την άριστη επιλογή των ηθοποιών για τους ρόλους, με τον (μακαρίτη δυστυχώς) Ντέηβιντ Χέμινγκς στον βασικό , ένας πρωταγωνιστής – χερουβείμ και δαιμονισμένο πνεύμα των 60ς συνάμα; Την αγαλματώδη, εκπάγλου καλλονής τότε Βανέσσα Ρεντγκρέηβ με το μυθικό καρέ πουκάμισο, την μίνι φούστα πάνω από τα δίμετρα πόδια και το υπνωτικό προς το θεατή βλέμμα όταν κοιτά το φακό του ήρωα και εμάς; Το 20χρονο αερικό των 60ς Τζέην Μπίρκιν; Το κινούμενο μνημείο του μόντελινγκ Βερούσκα; Τον Τζεφ Μπεκ και τον Τζίμμυ Πέητζ επί σκηνής, στην σεκάνς της συναυλίας με τους Γιαρντμπερντς;
Και άλλους, και άλλες φυσιογνωμίες και icons ως frames του σινεμά πια, να υπο-στηρίζουν μια εξόχως σημειολογική και αλληγορική υπόθεση , που περικλείει : από την αναφορά στο φιλμ Ζαπρούντερ της δολοφονίας Κέννεντι, μέχρι υπονοούμενα για πολιτικά σκάνδαλα ( Προφιούμο) , τις ιδεοληψίες και το μεγαλείο του αληθινού καλλιτέχνη, την αξία των αντικειμένων εντός και εκτός του πλαισίου τους και πώς γίνονται αυτά φετίχ, τις αλλεπάλληλες και απατηλές στρώσεις της πραγματικότητας -που είναι και το main theme-, το αστυνομικό μυστήριο που όμως σκόπιμα ποτέ δεν επιλύεται και έτσι δεν επέρχεται η «κάθαρσις», το time capsule και η αποθέωση του Λονδίνου των 60ς αλλά και η ταυτόχρονη αποκαθήλωση του.
[*Αν θυμάσαι τι έκανες στο Λονδίνο στα 60ς, δεν ήσουν τότε εκεί, λέει ένα ρητό ].
Εντάξει, υποκλινόμαστε και πάλι στο νου εκείνο που γέννησε η Ιταλία και που είχε το γήινο όνομα Μικελάντζελο ( *μοιραίο όμως όντως το μικρό του ) Αντονιόνι. Ακόμα τον αποκωδικοποιούν. Και, όπως έγραψε κάποιος Αμερικανός κριτικός στις ημέρες της πρώτης προβολής του φιλμ, τα κάποια λίγα ελαττώματα της ταινίας απλά προσθέτουν στην γοητεία της.
Συνεπαρμένη.








Το κατάλαβα, καθώς φωτογράφισες με τον δικό σου τρόπο τις καρέκλες του σινεμά στο Παγκράτι. Ναι, αξίζει να το δει κανείς ξανά..
Ρίτσα μου σε ευχαριστώ για το σχόλιο και την αλληλεπίδραση! Καλό καλοκαίρι να έχεις!