Ειρήνη Βεργοπούλου

Archive for the category “Λογοτεχνίας ανάγνωσμα υποκειμενικώς.”

Για τον «Άνθρωπο στη Σκιά», του Νικόλα Σεβαστάκη.

IMG_20200205_120849

 

Σαν απλή αναγνώστρια κρίνοντας, και χωρίς την ευρυμάθεια, τα πολλαπλά διαβάσματα και τις γνώσεις ενός συστηματικού κριτικού λογοτεχνίας, θαρρώ πάντως πώς το μυθιστόρημα του Nicolas Sevastakis «Άνθρωπος στη Σκιά» πρέπει να είναι από τα μείζονα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων μερικών ετών.
Κυρίως για την τόλμη του να αναφερθεί στα γεγονότα -και στις πληγές- της σχετικά πρόσφατης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας της Ελλάδας, αυτής από τη δεκαετία του ’70 και ύστερα. Αυτό το χρονικό διάστημα, θεωρείται ακόμα «πρόσφατο» για την ελληνική λογοτεχνία η οποία δεν έχει καταγράψει επαρκώς όσα έχουν συμβεί, αλλά μένει ακόμα στην αποτύπωση των πιο πριν και πολύ πιο πριν ιστορικών μας εποχών: επειδή προφανώς για την Ιστορία και τη Λογοτεχνία, τα σαράντα, τα τριάντα, τα είκοσι χρόνια, θεωρούνται πολύ «καινούργια» ακόμα, και με ζητήματα ενεργά, άλυτα, ριψοκίνδυνα στην ανάλυση και αποτίμηση τους. Βεβαίως, ένας αριθμός άλλων βιβλίων σύγχρονων και άξιων Ελλήνων λογοτεχνών έχουν και αυτά τολμήσει στην καινούργια εκδοτική παραγωγή των λίγων τελευταίων χρόνων να αναφερθούν μυθοπλαστικά ή μη, βιωματικά ή μη, στις μέρες από μετά τη Μεταπολίτευση ως το φλέγον «σήμερα» -και αυτό είναι μια κατάκτηση των τωρινών Ελλήνων συγγραφέων. Το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη είναι γραμμένο με άρτιο τρόπο, με μετακινήσεις μπρος-πίσω στα χρονικά διαστήματα της διαδρομής των ηρώων, ζωές που διαπλέκονται αναμεταξύ τους είτε με σχεδιασμό ή από καπρίτσιο της μοίρας. Το «φάντασμα», η «σκιά» λοιπόν, είναι του κεντρικού ήρωα Φάνη Αυγερινού, που ξεκινά ήδη νεκρός στις πρώτες σελίδες. Αλλά στην εξέλιξη, κεφάλαιο με κεφάλαιο, μας παρουσιάζεται όλη η πορεία του βίου του, ζυμωμένη μέσα στα ταραγμένα χρόνια της χούντας, της Μεταπολίτευσης αλλά και μέχρι τα σημερινά, σε ένα επώδυνο και διαρκές αλλά συναρπαστικό φλας μπακ, με εξαιρετικά ρεαλιστικό περίγραμμα των χαρακτήρων, οι οποίοι «αναπνέουν» και ακολουθούν δυναμικά τον αναγνώστη στη διάρκεια της ανάγνωσης. Τον αναγνώστη του 2020, που ζητά και αυτός μια οπτική γωνία, μέσα από το πρίσμα του 21ου αιώνα. Εύγε και ευχαριστούμε.

e. e. cumming’s ‘Cambridge ladies’.

10409257_10152596491707984_6189398478193881532_n

“the Cambridge ladies who live in furnished souls / are unbeautiful and have comfortable minds”

Απόσπασμα από ένα από τα πρώτα ποιήματα του e.e.cummings, γραμμένο για την πόλη Cambridge της Μασαχουσέτης, όπου βρίσκεται και το Χάρβαρντ, και όπου ο ίδιος μεγάλωσε, αλλά απεχθανόταν. Το αλίευσα μέσα σε ένα άρθρο που διάβασα στο διδίκτυο για τη βιογραφία του, ‘E.E. Cummings, A Life’ της Susan Cheever.

* πίνακας : Rachel in fur, 1991, του σύγχρονου Αμερικανού John Currin, γεν.1962.

The Colussus of Maroussi.

OLYMPIA_ENTRANCE_TO_STADION

» The Colussus of Maroussi » , Henry Miller, 1941, πρώτη σελίδα.

» I would never have gone to Greece had it not been for a girl named Betty Ryan who lived in the same house with me in Paris. One evening, over a glass of white wine, she began to talk of her experiences in roaming about the world. I always listened to her with great attention, not only because her experiences were strange but because when she talked about her wanderings she seemed to paint them : everything she described remained in my head like finished canvases by a master. It was a peculiar conversation that evening : we began talking about China and the Chinese language which she had begun to study. Soon, we were in the North Africa, in the desert, among peoples I had never heard before. And then suddenly she was all alone, walking beside a river, and the light was intense and I followed her as best as I could in the blinding sun but she got lost and I found myself wandering about in a strange land listening to a language I had never heard before.
she is not exactly a storyteller, this girl, but she is an artist of some sort , because nobody has ever given me thw ambience of a place so thoroughly as she did Greece. Long afterwards I discovered it was near Olympia that she had gone astray and I with her , but at the time it was just Greece to me, a world of light such as I had never dreamed of and never hoped to see.»

* φωτό : η είσοδος στο στάδιο της Ολυμπίας, από την έκδοση ‘Buried Cities’ , 1922, Jennie Hall.
[ από τη Wikipedia ].

Daddy

Daddy.

‘Ο Αφρός των ημερών’ : Μικρό αφιέρωμα.

Τούτες  τις  μέρες  έχω  ξανά  ανακαλύψει  τον Μπόρις  Βιάν.    Τον  σπουδαίο  αυτόν,  τον  ιδιοφυή,  τον  ‘σχεδόν  τρομακτικά’  ,  όπως  διάβασα  σε  μια  ξένη  κριτική,  ταλαντούχο  Γάλλο  δημιουργό  –  (  συγγραφέας  με  δυο  ονόματα,  μουσικός  τρομπετίστας  της  τζαζ,  κριτικός,  συνθέτης) –  και   που  πέρασε  δυστυχώς  πολύ  σύντομα  από  την  κοροιδευτική  αυτή  ζωή :  1920-1959.

‘Εζησε  μυθιστορηματικά,  και  πέθανε  μυθιστορηματικά .  Είχε  χρόνια  αδύναμη  καρδιά,  λόγω  τυφοειδούς  και  ρευματοειδούς  πυρετού  που  πέρασε  παιδί,  και,  σε  μια  δοκιμαστική  προβολή  αμερικανικής  ταινίας  που  βασιζόταν  σε  νουβέλα  του,  εκνευρισμένος  από  την  κακή  απόδοση  του  έργου  του  από τους   αμερικάνους  παραγωγούς,  σηκώθηκε  όρθιος  φωνάζοντας,  και  έπαθε  ανακοπή.

‘Ολος  του  ο  βίος  έχει εξαιρετικό  ενδιαφέρον, και σαν  αφήγηση,  και σαν  περιπέτεια,  και  σαν  μύθος.  Συναναστράφηκε  μεγάλες  προσωπικότητες  της  εποχής  μετά  τον  β  Παγκόσμιο  πόλεμο,  αντιπροσώπευε  το  πνεύμα  του  Σεν Ζερμαιν  ντε  Πρε,   έμεινε ,  ατυχώς,  και  λόγω  του  ιδιοφυούς  στιλ  του,  αινιγματικός  και  δυσνόητος  σαν  συγγραφέας  στην  εποχή του,  για  να  υψωθεί  σε  μύθο  ο  ίδιος  και  τα  βιβλία του,  από  τον  Μάη  του  68  και    έπειτα.

Προ  ημερών  ανακάλυψα  μια  έκδοση  από  τις  εκδόσεις  ‘Γράμματα’  των  70ς,  με  την  ελληνική  απόδοση  του  L  ecume  des jours  (  1947),  από  το  1979,  σε  θαυμάσια  μετάφραση της  Ρένας  Χατχούτ.  Η   μελαγχολική,  εντελώς  φαντασιακή,  αλλά  τόσο  κοντά  στην  ανθρώπινη  τραγωδία  και  ματαιότητα  ιστορία,  και  το   ύφος  γραφής  των  προτάσεων,  με  ξετρέλανε.  Είναι  η  ιστορία  δυο  νεαρών  ζευγαριών  στο Σεν Ζερμέν  ντε  Πρε  ,  στο Παρίσι  λίγο  μετά  τον  πόλεμο,  αλλά  με  υπερρεαλιστική  απογείωση :    στο βασικό  ζευγάρι, η  νεαρή  αθώα,  γλυκιά  Χλόη,  θα  αρρωστήσει  επειδή ένα  νούφαρο  μεγαλώνει  στους  πνεύμονές  της,  και  ο δυστυχής Κόλιν  θα  προσπαθήσει μάταια  να την  σώσει.  Μετά  από  συμβουλές  γιατρού,  θα  την  αφήνουν  ώρες  ανάμεσα  σε  άλλα  λουλούδια  για  να  τρομάξουν  το  νούφαρο, και  της  απαγορεύουν να  πίνει  νερό.  Αλλά  δεν  σώζεται.  Στο  πικρότατο  και  απαισιόδοξο  τέλος  του  βιβλίου,  μετά  την  κηδεία  της,  ο  Κόλιν  θα  έχει  μια   γεμάτη  παράπονο  κουβέντα  με  τον  Ιησού,  ενώ  η  ζωή  γύρω  συνεχίζεται,  ανυποψίαστη.

Από  τις  σελίδες  126  και  129,  παραθέτω τα  αποσπάσματα :

» – Αυτό το νούφαρο, είπε ο Κόλιν. Πού μπορεί να το κόλλησε;
– ‘Εχει νούφαρο; ρώτησε με δυσπιστία ο Νικόλας.
– Στο δεξιά πνεύμονα, είπε ο Κόλιν. Ο καθηγητής πίστευε στην αρχή ότι ήταν απλώς κάτι ζωικό. Αλλά είναι νούφαρο. Το είδαμε στην οθόνη. Είναι κιόλας αρκετά μεγάλο, αλλά επιτέλους θα πρέπει να μπορούμε να το κάνουμε καλά.
– Μα βέβαια, είπε ο Νικόλας.
– Δεν μπορείτε να καταλάβετε πως είναι, τραύλισε η Χλόη, ανάμεσα στα αναφυλλητά της, πονάει τόσο, όταν κουνιέται!!!»

Η Χλόη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ντυμένη με μαβιά μεταξωτή πυτζάμα και μακριά πορτοκαλιά ρόμπα από σατέν. Ολόγυρα ήταν σκορπισμένα άφθονα λουλούδια, και κυρίως ορχιδέες και τριαντάφυλλα, καμέλιες και μακριά κλωνάρια με λουλούδια ροδακινιάς και μυγδαλιάς, και αγκαλιές ολόκληρες από γιασεμιά. Το στήθος της ήταν ξεσκέπαστο, και ένας χοντρός γαλάζιος κάλυκας ήταν χαραγμένος στο κεχριμπαρένιο δέρμα του δεξιού μαστού. Τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα και τα μάτια της έκαιγαν, αλλά ήταν στεγνά, και τα μαλλιά της ήταν ανάλαφρα κι ηλεκτρισμένα σά μεταξωτές κλωστές.
– Θα κρυώσεις ! είπε η Αλίζ. Σκεπάσου!
– ‘Οχι, μουρμούρισε η Χλόη. Πρέπει. ‘Ετσι είναι η θεραπεία.»

‘Εψαξα  για  εικόνες  που  να  ταιριάζουν  κάπως,  από  πολύ  σύγχρονους   εικονογράφους,  και  βρήκα  αυτήν,  του  νεαρού  Εγγλέζου  Ben  Giles :

Image

και  επίσης  αυτήν,  της  Ana  Fagarazzi :

Image

Εν  τω  μεταξύ,  φέτος  βγήκε  στη  Γαλλία  ταινία  βασισμένη   στο βιβλίο, σκηνοθετημένη,  όπως  της  αρμόζει,  από τον  ‘φευγάτο’  σκηνοθέτη  Μισελ  Γκορντί,  και με  την  ‘Ωντρευ  Τουτού  σαν  Χλόη.  Παίχτηκε  στη  Γαλλία  τον  Απρίλιο.  Ο  τίτλος   της  είναι  Mood  Indigo,  που  είναι  ο  τιτλος  που  έδωσαν  στο  βιβλίο  στην  αμερικανική  του  έκδοση,  το 1968.

Εν  τέλει,  Mood  Indigo    ήταν  τραγούδι  του  Duke Ellington  από  το  1930.  Ο  Βιάν  λάτρευε  την  τζαζ,  την  Νέα  Ορλεάνη  κλπ,  χωρίς  να  προλάβει  ποτέ  να  ταξιδέψει  εκεί….

Ο Σουάν, η Οντέτ, η Σεφορά, η κυρία Βεσπούτσι, ο Προυστ και ο Μποτιτσέλι : Διαπλοκές ερώτων και παθών. .

Image

‘Οταν  σκεφτόμαστε  την  μνημειώδη  Καπέλα  Σιστίνα  και  τις  τοιχογραφίες   της, κυρίαρχα  φέρνουμε  στο  νου  τον  Μιχαήλ   ‘Αγγελο (  1475-1564).  ‘Ισως  μας διαφεύγει,  ότι  την  διακόσμηση  στο   ανακαινισμένο  παρεκκλήσι  του  Βατικανού,  το  ανέλαβε  μεν ο  Μικελάντζελο  μετά  το 1508,  αλλά  οι  πρώτοι  που  έφτιαξαν  τις  αρχικές    βιβλικές σκηνές  στις  πλευρές  του,  ήταν  οι Φλωρεντιανοί    μάστορες  των  τελών  του  δέκατου πέμπτου αιώνα,  μετά  από  απαίτηση  του Πάπα  Σίξτου  του  Δ’,  και  ανάμεσά  τους , ο  Αλεσάντρο  ντι  Μαριάννο  ντι  Βάνι  Φιλιπέρι,  εν  συντομία  Σάντρο  Μποτιτσέλι  (1445-1510).  Μάλιστα,  ο  Μποτιτσέλι πέθανε  όταν  ο  Μιχαήλ  ‘Αγγελος  ξεκίναγε  περίπου  τις  περίφημες  τοιχογραφίες  της  οροφής….

 ‘Ενας  ζωογόνος   μίτος    τέχνης  , δημιουργίας  και  ερώτων,  διαπερνά  πολλαπλούς ,σαγηνευτικούς  λαβύρινθους    κάποιων  ζωών  και   έργων    στους  επόμενους  αιώνες.

Image

Σάντρο  Μποτιτσέλι

Ο  Μποτσέλι,  που  σε  αυτοπροσωπογραφία  του  1475,  μας  θωρεί  με  βλέμμα  μεταξύ  αλαζονείας  και  λαγνείας,  και  με  χείλη   σχεδόν  ενοχλητικά  προκλητικά  και  σαρκώδη,  ζωγράφισε  το  1482  τρία  φρέσκος  στην  Καπέλα  Σιστίνα,  που  αναπαριστούν  περιπέτειες  από  τη  Βίβλο,  και  ανάμεσά  στους, τις  ‘Δοκιμασίες  του  Μωυσή’. Στο  φρέσκο  αυτό,που  λειτουργεί  σαν  αφήγηση  σε  εικόνες,  κεντρικά,  στέκονται  δυο  θεσπέσια  εικονογραφημένες  φιγούρες  γυναικών, η  μία  με  γυρισμένη  σε  μας  την  πλάτη,  και  η   άλλη  να  κοιτά  προς  τα  κάτω,  οι  οποίες  αναπαριστούν  τις  δυο  κόρες  του  βοσκού  Ιωθώρ,  στο  πηγάδι,  όπου  ο  Μωυσής  τις  υπερασπίστηκε και βοήθησε  να  τραβήξουν  νερό.  Η  φιγούρα  της  οποίας  το πρόσωπο  φαίνεται,  υποτίθεται  είναι  η  Σεφορά,  την  οποία  αργότερα  ο  Μωυσής  θα  παντρευτεί.

Αλλά  τα  βάσανα  του  βιβλικού  ήρωα,  υστερούν  ίσως  μπροστά  στα  βάσανα  των  ζωγράφων,  των  συγγραφέων,  και  των  ηρώων  τους,  όταν  αυτοί  ερωτεύονται  τυφλά  και  παράφορα.

Ο  Μποτιτσέλι,  λέει  ο  θρύλος,  ήταν  μαγεμένος , από  την  γυναίκα  που  την  θεωρούσαν   την  ωραιότερη  της  εποχής  της,  και  που  η  απαθανατισή της σε  πίνακες  την  εξύψωσε  σε  ωραιότερη  γυναίκα  της  Αναγέννησης. ‘Ηταν η   Ντόνα  Σιμονέττα  Βεσπούτσι,  αρχόντισσα  της  εποχής,  που  δάνεισε  τη  μορφή  της  σε  πολλά  πορτραίτα  γυναικών   φιλοτεχνημένα  από  τον  μάστορα  , και  μετά  το  θάνατό της  ακόμα, καθώς  πέθανε  23  ετών    από  φυματίωση.  Στο  φρέσκο  με  τις  περιπέτειες  του  Μωυσή  απεικονίζεται  μάλλον  σε  άλλη  σκηνή,  λίγο  μακρύτερα  από  τη  Σεφορά.  Η  Σιμονέττα είναι  μάλλον  το  πρότυπο  για  την  ‘Αφροδίτη’  του  και  πολλά  άλλα  έργα.

Image

Η  ‘Σεφορά’  του    από  την    άλλη  όμως,  στη  συνέχεια  θα  δοξαστεί      ως  απεικόνιση  ανά  τους  αιώνες.  Και  θα  συνεχίσει  να  είναι  κομμάτι  μιας  μεγάλης  αναπαράστασης ,  αφού  σταγόνες   από  την  ομορφιά  της  θα  σταλάξουν  και  στις  σελίδες  του  μακροσκελέστερου   αφηγήματος  του  εικοστού  αιώνα,  αναζητώντας  και  αυτή  κάτι  από  τον  χαμένο  χρόνο  ίσως.

Image

Η πρώτη  έκδοση  του  βιβλίου, από  τις  εκδόσεις  Γκαλιμάρ.

Στο  βιβλίο  ‘Μια  αγάπη  του  Σουάν’,   δεύτερο  κομμάτι  της  τριλογίας  » Du  cote  de chez Swann», ( 1913 )   και  μέρος  του  επτάτομου  ‘Σε  αναζήτηση  του χαμένου  χρόνου’   (  1909-1922), που  έγραφε  επί  δεκατρία   χρόνια,  ο  Προυστ  εξιστορεί  τη  ζωή  του  πλούσιου  δανδή  της  μπελ  επόκ  Σαρλ  Σουάν,  και  του  παράφορου   μα  τελικά  εσφαλμένουν  έρωτά  του  για  την   ελαφρών  ηθών  και  άπιστη   Οντέτ  ντε  Κρεσύ.  ‘Ενας  έρωτας  από  την  πλευρά  του   γεμάτος  αγωνία,  διεκδίκηση,  ζήλεια,  και  κυρίως,  ανωριμότητα,  καθώς ο Σαρλ ήταν  ακόμα  στην νεότητά  του.

 Το  πρώτο  βράδυ  της  γνωριμίας  του  με  την  Οντέτ,  στην  αρχή , αυτός  δεν  θα  εντυπωσιαστεί,  αλλά  λίγο  αργότερα,  και  στη   σελίδα    57    της  αρχικής  έκδοσης  του  μυθιστορήματος,  θα  σκεφτεί  για  εκείνη  «πόσο  εντυπωσιακά  έμοιαζε  με  την  Σεφορά  του  Ιωθώρ  στην  τοιχογραφία  του  Μποτιτσέλι»…..Θα    την  παντρευτεί  τελικά,  θα  κάνουν  παιδί,  ώσπου  χρόνια  μετά  θα  αναθεωρήσει  για  την  επιλογή  του,  καταλήγοντας  πως  η  ανοησία  της  νιότης   τον  έκανε  να  πιστεύει  για  μεγαλύτερή  του  αγάπη  μια  γυναίκα  που  δεν  την  ήθελε  πραγματικά  και  που  δεν  ήταν  του  είδους  του  :  «j’ai eu mon plus grand amour, pour une femme qui ne me plaisait pas, qui n’était pas mon genre ! »

Δεν  μπορούσε  να  αποφύγει   φυσικά  το  σφάλμα . Οι  ήρωες   των συγγραφικών  επών, σε  αναζήτηση  του  χαμένου  πόθου  επίσης,   μόνιμα  ηττημένοι,  όπως  και  οι  ίδιοι  οι  αναγνώστες,  από  τη  θνητότητά  τους.

 Ανυπεράσπιστοι   άπαντες ,  απέναντι  στον    τραχύτατο  χρόνο,  που  την  επιείκειά του  και  προτίμησή  του  ,  κυρίως  στις    μη  θνητές μορφές  των  αριστουργημάτων , αδιαπραγμάτευτα     δείχνει.

‘Ερευνα  και  κείμενο  :  Ειρήνη  Βεργοπούλου.

Image

Μαρσελ  Προυστ  (  1871-1922), εδώ σε πίνακα του Jacques-Emile Blanche.

Post Navigation

Αρέσει σε %d bloggers: