Ειρήνη Βεργοπούλου

Archive for the category “C’ est moi -Διηγήματα ως οχήματα.”

Τα ψηφιακά λουλούδια

  • Διήγημα συμμετοχή μου στον τόμο Craftbook 2, που είχε κεντρικό θέμα την Ετερότητα
  • Περιορισμός, οι 800 λέξεις.
Artist: Eugene Delacroix Start Date: 1848 Completion Date:1849 Style: Romanticism Genre: flower painting Technique: oil Material: canvas Dimensions: 135 x 102 cm Gallery: Musee Ingres, Montauban, France

Artist: Eugene Delacroix
Start Date: 1848
Completion Date:1849
Style: Romanticism
Genre: flower painting
Technique: oil
Material: canvas
Dimensions: 135 x 102 cm
Gallery: Musee Ingres, Montauban, France

 

Κανένας. Κανένας δεν έχει τέτοιον Ντελακρουά. Δεν τον υποψιάζεται καν ότι υπάρχει. Αυτό το βάζο, αυτή η ανθοσύνθεση, με τα άνθη να κάνουν τα μάτια να αιμορραγούν από την ομορφιά τους. Εκεί στη μέση, στο στέρνο μέσα αυτού του big bang των λουλουδιών, εγώ διακρίνω ένα μισό πλαγιαστό πρόσωπο άνδρα, να λοξοκοιτά, υποδυόμενος το πορτοκαλί πέταλο.

Και τα καλοκαιρινά λουλούδια του Ανρί Φαντίν Λατούρ. Πόσο ζουμερά ακόμα, αν και από το 1880. Να στάζουν χυμούς πάνω στον καμβά, απελευθερώνοντας το ρετσίνι τους.

Και τα τριαντάφυλλα-μπαλαρίνες του Μανέ, που κάμνουν πουάντ μέσα από τα κρυστάλλινα βαζάκια τους. Και τα παλ όνειρα που πιάστηκαν στα γιαπωνέζικα βάζα του Σούκι Οκαμότο. Οι πλούσιες τουλίπες του Γιαν Φρανς βαν Ντάελ. Η καρέκλα με την παιδική ονείρωξη από μαργαρίτες του Ματίς, του 1916. Τα κυκλάμινα του Γιοχάνες Έβερσεν, από το 1951, άσπρα και απόλυτα άλικα συνάμα, σαν τα πρώτα μπαμπάκια περιόδου έφηβης. Οι θολές, σαν πλανεμένο βλέμμα, ίριδες του Μονέ, τα πεινασμένα κι επικίνδυνα πορτοκάλια δίπλα στο πράσινο βάζο του Σεζάν, οι σεμνές ανεμώνες του Μπρακ, τα παρθένα αγριοτριαντάφυλλα του Βαν Γκοχ, η γεωμετρική μελέτη σε χροιές ανατολής του Ντύρερ, οι συμπαγείς σαν τσιμέντο άσπρες τρομπέτες της Ο’ Κήφι.

Κανείς δεν έχει παρόμοια συλλογή λουλουδιών σαν τη δική μου, λογάριαζε ο Τηλέμαχος. 5.000 Pins. Πέντε χιλιάδες καρφιτσωμένες εικόνες από πίνακες με άνθη. Όταν στέλνω μπουκέτα στους φίλους μου στους τοίχους τους, ποτέ δεν πέφτω κάτω του πολύ καλού, ποτέ δεν αναρτώ κάτι ροζουλί, γλασέ και μπανάλ. Συνήθως δε υπερβαίνω την τελειότητα.

Όποτε έφτιαχνε το μουσείο του, κρατούσε πολλά παράθυρα ταυτόχρονα ανοιγμένα. Άλλα ήταν σε ονλάιν γκαλερί σταθμευμένα, άλλα σε ειδησεογραφικά σάιτς. Τα ειδησεογραφικά ιστολόγια τον σκιάζαν. Με τα αεροπλάνα και τα κεφάλια που έπεφταν, τα διάσπαρτα ανθρώπινα μέλη, τις αλλόκοτες αρρώστιες. Κατά βάθος, όλα τον σκιάζαν. Ευτυχώς η δουλειά του ήταν σχετικά εύκολη, ή τουλάχιστον έτσι την έβλεπε γιατί την αγαπούσε. Δάσκαλος Δημοτικού, που πάντα έπαιρνε την Πέμπτη και την Έκτη. Δεν τον κούραζαν ποτέ τα παιδιά, τα αγαπούσε τεράστια. Το μόνο που τον έθλιβε σταθερά ήταν ότι και αυτά, η κάθε σειρά, θα μεγάλωναν. Ατυχώς όμως γι’ αυτόν, ούτε οι μαθητές του αυτοί δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τις ψηφιακές συλλογές του, παρόλο που τους είχε δείξει μερικά βίντεο που είχε φτιάξει μόνος του σε δικό του κανάλι στο youtube.

Μια μαθήτριά του τουλάχιστον τον είχε αποζημιώσει, λέγοντάς του ότι είπε στη μεγάλη αδελφή της, που έφτιαχνε κεραμικά και τα ζωγράφιζε με λουλούδια, να ψάξει και να βρει τα βίντεό του, και ότι της άρεσαν πολύ. Έτσι, ο Τηλέμαχος απέκτησε μια σταθερή κι ευγενική ψηφιακή φαν, τη Μάνια. Η Μάνια είχε επίσης κανάλι δικό της στο youtube. Στα βίντεό της, έδειχνε τα εργαστήρια κεραμικής που διοργάνωνε σε δικό της χώρο, αλλά και σε χώρους δήμων, όπως παρουσίαζε και τα δημιουργήματα των μαθητών της.

Κράτησαν μια αλληλογραφία έτσι για μερικούς μήνες, ανταλλάσσοντας απόψεις για πίνακες, εικόνες, ζωγραφιές, ιδέες. Συχνά η Μάνια, που έφτιαχνε πολύ κεφάτα βίντεο, όπου παρουσίαζε βασικά τα πήλινα των παιδιών, χωρίς να δείχνει ούτε το δικό της αλλά ούτε και τα δικά τους πρόσωπα, τον πείραζε για μια «υποβόσκουσα μελαγχολία και ραθυμία» που θεωρούσε ότι τον χαρακτήριζε, δίνοντάς του και το παρατσούκλι «Μούχλας». Σχεδόν χρόνο ολόκληρο τα έλεγαν στα μηνύματα, χωρίς να την έχει δει και χωρίς να έχουν ιδωθεί ή μιλήσει καν. Τελικά ο Μούχλας πήρε την απόφαση και κίνησε να πάει να την βρει, μια Κυριακή, σε επίδειξη των έργων του εργαστηρίου της, μια Κυριακή βαριά γι’ αυτόν, έναν Φλεβάρη κρύο, δύσκολο κι ανάποδο. Εκείνη του είχε υποσχεθεί «πολλή ομορφιά».

Το μεσημέρι κείνης της φλεβαριάτικης, κρύας Κυριακής, έφτασε ο συχνά με ζαρωμένη καρδιά Μούχλας στο συνοικιακό χώρο δημιουργίας και μπήκε αμήχανα και επιφυλακτικά στην αίθουσα, που είχε μισάνοιχτη πόρτα. Τα νεανικά κεφάλια γύρισαν και τον κοίταξαν, με το διεκδικητικό για απαντήσεις βλέμμα της ηλικίας, και τα χέρια τους απασχολημένα με τη λάσπη. Η Μάνια τον κατάλαβε αμέσως και του χαμογέλασε από το κέντρο του κύκλου των θρανίων, με το πιο γιγάντιο και καθαρό χαμόγελο που είχε χρόνια αυτός να δει, κοιτώντας τον πίσω από επίσης πελώρια τετράγωνα γυαλιά. Είχε ακριβώς δίπλα της τρία πήλινα βάζα. Τα σήκωσε ένα ένα γρήγορα και αποφασιστικά από το πάτωμα, και τα απίθωσε επιδέξια στην αγκαλιά της. Με τα χέρια της έστρεψε σβέλτα και δυνατά τις ρόδες του αμαξιδίου της προς αυτόν και κύλησε προς το μέρος του. ‘Εφτασε μπροστά του και, χωρίς ούτε καν να πει γεια, του έστησε όρθια τα τρία βάζα που είχε φτιάξει, για να τα δει. Είχαν επάνω τον Λατούρ του, τον Ντελακρουά και τον Ματίς του ζωγραφισμένα, με τα χρώματά τους να σπαρταράνε πάνω στον φλοιό του πηλού.

Ο Τηλέμαχος άκουσε το κρακ της παγωμένες κρούστας της ψυχής του, σχεδόν μέχρι τον υποθάλαμο του μυαλού του. Του έπεσε ένα ανυπόμονο δάκρυ χαράς πάνω σ’ ένα ζωγραφιστό ανθάκι, και ύστερα έσκυψε και την φίλησε στο μάγουλο.

Η 25η ώρα

[διήγημα  συμμετοχή  μου    στο  πρότζεκτ   25η  ώρα, http://25thhourproject.tumblr.com/   ,  δημοσιευμένο  σήμερα]

tumblr_inline_nbbmt4mnYg1r6o7h0

Απογοητευμένος  από  τις  ικανότητές  του,  ο  άνδρας   που  προσπαθούσε  να  γίνει  συγγραφέας,  πέρασε  όλες  τις  ώρες  μιας  κάποιας  ημέρας  του ,   κάπου  μεσοβδόμαδα,  αναζητώντας  απελπισμένα  τις  ώρες  της  προηγούμενης.      Δεδομένο ήταν ότι τις  έχανε  πολύ συχνά,  αλλά  αυτή  τη  φορά  είχε  πεισμώσει  για να  τις  ξαναβρεί.   ΄Εστω,  μερικές από  αυτές.  Αλλιώς,  έπαιρνε  όρκο, θα  γινόταν  σκληρότερος  από  ποτέ  με  τον  εαυτό  του.

Η  αυτομαστίγωση  τού  ήταν  μια  οικεία  συνήθεια,  αλλά  δεν  έκανε  και  ουσιαστικά  βήματα  στην  καθημερινότητά  του  ώστε  αυτή  η  τιμωρία να  μην  είναι  αναγκαία.  Στο ξεκίνημα   κάθε  καινούργιου  εικοσιτετράωρου, το  θεωρούσε  από χέρι σίγουρο  ότι    θα  έχανε  δυο  τρεις  ώρες ,  λόγω  των  εγγενών  του  ελαττωμάτων,  που  όλα  ξεκινούσαν  από  Α :   ατολμία,  αβελτηρία, αναβλητικότητα,  αφηρημάδα.   Είχε  υπολογίσει  δε,  και  σε  ποιά  σημεία  του  σπιτιού  παράπεφταν  συστηματικά  αυτές.    Στη  διάρκεια  του  πρωινού,  παραδείγματος  χάριν,  ήδη  έχανε  μισή    στο  στρώμα  επάνω,  και  ακολούθως,  δυο  τουλάχιστον,  και  τρεις,  αν  δεν  είχε  πρωινή  υποχρέωση,   χανόντουσαν  στην   σπηλαιώδη οθόνη  του  ντεσκ τοπ  :  τσουλάγανε   με  τα  ευέλικτα  ροδάκια  τους -ενώ  αυτός  δεν πρόσεχε -στο  πίσω  μέρος   του  γραφείου  του,  ροβολούσανε,  και  κυλάγανε  εν  τέλει    από την   υδρορροή   στο  μπαλκόνι του,  και  κατέληγαν  ,υπέθετε,  στον υπόνομο. Στη  διάρκεια  του  μεσημεριού  και  του  απογεύματος  από  την  άλλη,  ήταν  χειρότερο,  γιατί  οι  ώρες   μεταφερόντουσαν  και  ταλαιπωριόντουσαν μαζί  του  μέσα  στα  ΜΜΜ,  ζαλιζόντουσαν,  τις  έπιανε  ίλιγγος,  τάση  για  εμετό,  και ζητούσαν  να  κατέβουν  στην  επόμενη  στάση  για  να  συνέλθουν.  Από  εκεί  όμως  του  ξεφεύγανε,  τις  έχανε  αμέσως  από  το  οπτικό  του  πεδίο  μόλις  έκλειναν  πίσω  τους  οι  πόρτες .

Στο  υπόλοιπο του  εικοσιτετραώρου,  και  ενώ  προχωρούσε  προς   το  βράδυ, πάντα  υπολόγιζε   τη  διάρκειά  τους  λάθος. Τον  απορροφούσαν  στο  μεταξύ  μόνιμα  κάτι  σκέψεις , που  τους  έδινε  πάντα  αυτόν  τον  τίτλο  ακριβώς,  οι  σκέψεις  του  ‘κάτι’  δηλαδή,   της  οποίες δεν  κατάφερνε  με σύστημα  και  επάρκεια  να  τις  εκφράσει  λεκτικά.   Οι  ώρες  στο  μεταξύ  είχαν  ενοχληθεί,  προσβληθεί,  νυστάξει,  και είχαν  σιωπηλά  αποχωρήσει  στα  δικά  τους ,  σε  άλλη   συμπαντική  διάσταση,  υπνοδωμάτια.

Σήμερα  είπαμε , ο άντρας  έψαχνε   παντού  στο διαμέρισμά  του να  ξετρυπώσει  τις  ώρες  τού εχθές,  έστω  και  αν  ήταν  μπαγιατεμένες.  ‘Εψαξε  στα  ντουλάπια  του,  στα  συρτάρια  του,  πίσω  από  τις  βιβλιοθήκες  του,  στα στενά  περιθώρια  μεταξύ  των ραφιών και των  τοίχων.  Τις  αναζήτησε  στο  λουτρό,  κάτω  από  τα  σαπούνια.  Στην κρεβατοκάμαρα,  κάτω  από  το  κρεβάτι, ανάμεσα  στις  κουβέρτες.  Μέσα  στην  ηλεκτρική  σκούπα.  Ανάμεσα  στις  τρίχες  της  τσατσάρας.  Στο  βαζάκι  με  τις  οδοντόβουρτσες.  Δίπλα  στην  κάρτα  sim  του  κινητού.  Μέσα  στα  ηχεία  του  υπολογιστή,  στην  κατάψυξη του  ψυγείου,  ανάμεσα  στις  σκόνες  που  σχημάτιζαν  σβώλους  από  μπαμπάκι  κάτω  από  τα  έπιπλά  του.   Στη  σχάρα  που  στεγνώνανε  τα  πιάτα.  Τίποτα.

Κατάκοπος ,  έριξε  το  κορμί   του  στο  κρεβάτι,  στο  σβήσιμο  της  ημέρας  για  να  ηρεμήσει,  και  αποδέχτηκε  την  ήττα  του  ότι  δε θα  έβρισκε  τις  χθεσινές  ώρες  πουθενά.  Αποκοιμήθηκε  σταδιακά,  σε  εμβρυακή  στάση,  και  είχε  τον  βαθύτερο  ύπνο  του εδώ και  χρόνια,  με  μεγάλη  διάρκεια  R.EM,  και  πολύχρωμα,  κινηματογραφικά όνειρα,  με  όλες  τις  ιστορίες  του  τις  αγέννητες,  μαζεμένες  εντός.

Εκείνα  τα  όνειρά  του,  αίφνης,  έλαβαν  χώρα  σε  έναν  χωροχρονικό  παράδεισο,  χωρίς  ρολόγια,  χωρίς  στεναχώριες  και  ματαιώσεις,  πέρα  από  ημέρα  και  νύχτα,  σε  μια  πρωτοφανή,  περιεκτικότατη,  25η ώρα.

Τερέτισμα καλοκαιριού.

….Από τον Αύγουστο του 2010.

Ειρήνη Βεργοπούλου


Τουλάχιστον, έχουμε τη θάλασσα.
Η θάλασσα η ελληνική, όλα τα υπομένει, όλα τα συγχωρεί.
‘Ενας τόπος από τη φύση του και από πριν ακόμα το ξεκίνημα της Ιστορίας υπέροχος, που όμως έχει ζήσει » αιώνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι», όπως γράφει και ο Σεφέρης.

Ευλογία και βάσανο συνάμα να κατοικείς στη σχισμή ανάμεσα σε τρεις ηπείρους. Πίνεις τα νάματα των νερών και των καιρών. Σε μαθαίνουν να χορταίνεις την πείνα σου για καταξίωση και δόξα,  με τις αναμνήσεις χρυσών και επίχρυσων αιώνων και αυτοκρατοριών.  Μα ρουφάς και τα δηλητήρια : πόλεμοι πανάρχαιοι, μεσαιωνικοί, νεώτεροι. Υπήκοοι μόνιμα υπόχρεοι στους Μεγάλους.
Εμφύλιοι, βαρβαρότητες προς αλλήλους, αγώνες, αδικημένες γενιές, και ένα σήμερα καινούργιας χιλιετίας που τρεκλίζει   υποφέροντας από   χανγκόβερ , το επόμενο πρωινό μετά από ένα μεθύσι-ψευδαίσθηση, που έγινε όμως με χαλασμένα ποτά.

Και περιμένεις να έλθει το καλοκαίρι, που σε αυτή τη σχισμή του κόσμου μπορεί να είναι,στα κανονικά του, και…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 413 επιπλέον λέξεις

Το απέναντι χέρι.

hands

* [Συμμετοχή μου στην ενότητα ‘Θερινές μικρές ιστορίες’ του διαδικτυακού τόπου ΤοΒιβλιο.Νετ. ]

Κάθιδρος και αφαλατωμένος, ο Θεόδωρος Υφ. άνοιξε, νωρίς το μεσημέρι της επομένης που συμπλήρωσε τα 74 του χρόνια, την πόρτα του τριανταπεντάχρονου παλιού ψυγείου του. Έβγαλε τη μια από τις δυο γυάλινες μπουκάλες με νερό που κρατούσε μόνιμα μέσα, και ήπιε με λαχτάρα από το στόμιό της. Παρόλο τον καύσωνα του Αυγούστου ωστόσο, το νεράκι είχε μια σκληράδα καθώς κατέβαινε κρύο στον φάρυγγά του. Σαν να τον έγδερνε, και ο Θεόδωρος μόρφασε, πονεμένος. Δυο λεπτά μετά, άκουσε τα τρία κλασικά, κοφτά, συνθηματικά χτυπήματα στην εξώπορτα και κατάλαβε ότι ήταν η διαχειρίστρια, η κυρία Π., γιατί πάντα αυτή χτυπούσε με αυτόν τον τρόπο. Αυτοματοποιημένα πήγε και σήκωσε το χαρτί με τα κοινόχρηστα από χάμω που είχε ριχθεί από τη σχισμή. Στεναχωρήθηκε όταν είδε τα ξεραμένα ζουμιά από τις φέτες καρπούζι που έβαζε στις σακούλες σκουπιδιών στο χωλ. Να τα καθαρίσω πάλι μετά, σκέφτηκε, ευτυχώς πήρα χθες καινούργια χλωρίνη. Και τα κοινόχρηστα δεν ήταν πολλά, τον χειμώνα όμως πάλι θα είναι.

Άκουσε την Π. που έπαιρνε το ασανσέρ και έφευγε. Τουλάχιστον είναι μια ψυχή επιπλέον μες στο κτίριο, σκέφτηκε ο Υφ. Δυο τρία διαμερίσματα με συνταξιούχους ένοικους, έχουμε μείνει Αθήνα στο Δεκαπενταύγουστο, ας είναι και η Π. εδώ, να κάνει μπούγιο.
Γύρισε στην κουζίνα, και κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο, που έβλεπε σε όλη τη γειτονιά, από τη δυτική της πλευρά. Ησυχία μεγάλη, και η κυρία Ζ. για πολλοστή μέρα δεν εμφανίζεται στη βεράντα της μονοκατοικίας της, στο βάθος της θέας. Την είχαν πάρει άραγε στις διακοπές τους τα παιδιά και τα εγγόνια της μαζί, ή άλλος την είχε πάρει, και μόνιμα;
Του έλειπε. Θα του ήταν πλήγμα να τη χάσει, από το οπτικό του πεδίο, ύστερα από πολλά χρόνια οπτικής γειτονίας
Λίγο είχε ακούσει τη φωνή της, σε κάτι καλημερίσματά της με άλλες κυρίες στις παραδίπλα δρόμους, στο μινι μάρκετ, ή στη στάση, που περίμεναν καμιά φορά μαζί.

Λϊγο μετά, ο Θεόδωρος απασφάλισε την πόρτα του διαμερίσματός του, και κατέβηκε. Είναι ανοιχτό ένα φαρμακείο σήμερα, πέντε δρόμους πιο κάτω.
‘Τι να πάρω όμως;…Ίσως ζητήσω από το παιδί εκεί κάτι σαν χανζαπλάστ, ή ιώδιο. …Σχεδόν άδειοι όντως οι δρόμοι, κυρίως ξένοι, και γέροι, μείναμε πίσω’.

Μέσα στο φαρμακείο, μπαίνοντας, βλέπει εκεί που δεν το περίμενε την κυρία Ζ. Τη βλέπει από πίσω. Την αναγνωρίζει αμέσως. Όλο το νερό και όλο το αλάτι που του είχε σωθεί, σαν να γύρισαν ξανά. Ώστε είναι μια χαρά, η κυρία.
Πλησιάζει τον πάγκο, και ο νεαρός στέκεται και εξυπηρετεί. Η κυρία Ζ. γυρίζει και κοιτά τον κύριο Υφ. Τον ξέρει οπτικά και αυτή, αλλά τυπικά δεν χαιρετιούνται και πολύ.
Ο Θεόδωρος κάνει μια κίνηση, σαν για να ακουμπήσει το χέρι του πάνω στον πάγκο στα δεξιά, αλλά, σκόπιμα ή αθέλητα, της πιάνει το δικό της χέρι που ήταν εκεί.
«Με συγχωρείτε», της λέει, και το τραβά πάλι.
Η κυρία Ζ. ένα λεπτό ύστερα έχει φύγει, και ο κύριος Υφ. προμηθεύεται τους λευκοπλάστες του και αναχωρεί επίσης
Στο δρόμο της επιστροφής, αισθάνεται το εσωτερικό του καρπού του, σαν να έχει ακόμα το άγγιγμα της κυρίας Ζ. μέσα, σαν ένα χνούδι στο δέρμα του, σαν το πέρασμα ενός ‘κλέφτη’ πάνω από το πετσί του.

http://tovivlio.net/%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9-%CF%87%CE%AD%CF%81%CE%B9/

H Κυριακή στα ρηχά.

Από τον περσινό Αύγουστο….μια ματιά στην παραλία….

Ειρήνη Βεργοπούλου

Image

…Αφού καθίσει στη ‘σαιζ-λονγκ’ , κάνει μια εξαιρετικά σβέλτα κίνηση, και κλείνει την ομπρέλα ηλίου , που ήταν ανοιχτή από πάνω της και την σκίαζε.

Με αιφνιδιάζει η εικόνα. Το μάτι μου , και ο εγκέφαλός μου κυρίως, δυσκολεύεται να το δεχτεί : παράλογο;
Δεν είναι τόσο η ταχύτητα της πράξης, που αιφνιδιάζει, όσο ο σκοπός :αντίθετα από τους περισσότερους λουόμενους, η νεαρή κοπέλα επιλέγει , αντί να του διαφεύγει, να αποκαλυφτεί στο φως, στο ντάλα μεσημέρι. ΄Υστερα από τα αρχικά δευτερόλεπτα της έκπληξης πάντως, συνειδητοποιώ : το κορίτσι είναι στα πρώτα μετεφηβικά χρόνια. Με τον ήλιο άρα, έχει ακόμα ανοιχτές παρτίδες : τον κάνει ό, τι θέλει. Τον διατάζει, τον προκαλεί, τον αλείφει στο κορμί της, τον γελοιοποιεί, τον προσκυνά, τον αποπλανά, πάντως σαφώς δεν τον φοβάται. Εμείς οι περισσότεροι στις παραδίπλα ξαπλώστρες, παραμένουμε στη σκιά, κουρνιασμένοι, μετρημένοι, σαν πτηνά που φοβούνται μην τους κλέψουν τίποτα αυγά από τη…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 687 επιπλέον λέξεις

"Μπεμπέκου" και Περσείδες του χρόνου πάλι…

[ Από το 2010, τέτοιες μέρες ]

Ειρήνη Βεργοπούλου

Ακουμπάω το γερμά στη μουσούδα μου για να μυρίσω τη φλούδα του.

Ξέρω ότι τα καλοκαιρινά φρούτα θα χαθούν σύντομα από τους πάγκους.

» Μόνο ενάμισι ευρώ, έλα», λέει επαναλαμβανόμενα  και μηχανικά συνάμα ο νεαρός πίσω από τον πάγκο της λαϊκής.

Ενάμισι ευρώ το κιλό οι γερμάδες, τα   «μέλια»,  δεν είναι πολύ, αλλά εγώ θέλω μόνο λίγες  ποσότητες,   κάτι   από όλα τα φρούτα, για να τα τρώω σιγά σιγά μες στη βδομάδα.   Προχωράει  ο μήνας,  άρα  δεν έχω πολλές μέρες  πια  για να χορταίνω τη μυρωδιά του γερμά.     Αφού  τσακώσω  μερικούς,  καθυστερώ να τους βάλω στην σακουλίτσα ,  εκείνους τους πέντε έξη που διάλεξα,  επειδή τους ακουμπώ στα ρουθούνια μου  πρώτα  και τους οσμίζομαι,   εισπνέοντας  το άρωμά τους.

Η επιδερμίδα τους έχει χνούδι ,και με γαργαλάει και με θωπεύει ταυτόχρονα.  Συνειρμικά,  έρχεται  από  το  παρελθόν  και   θυμάμαι  και εκείνη  την  αγκαθωτή  πληροφορία…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 560 επιπλέον λέξεις

Ο Μάρτης δεν έχει μπέσα.

Image

 

http://www.wikipaintings.org/en/rene-magritte/the-infinite-recognition-1963

 

Το    αριστερό   μου  χέρι  έρπει   σπασμωδικά  στον  άερα  πίσω  από  την  πλάτη μου,  σαν  σάλιαγκας   τρομαγμένος   και  στραβός,  όξω  από  το  κέλυφός  του.

  Ψαχουλεύω  στα   τυφλά  το  κενό  χωρίς  να  βλέπω,  αναζητώντας  το  λούκι  του  αριστερού  μανικιού  του  παλτού  μου.  Το  δεξί  μου  χέρι   έχει  ήδη  χωθεί   στο  δεξί  μανίκι.  Η  αγωνία  των  λίγων  δευτερολέπτων  λήγει,  όταν  μια  αόρατη  αβρή  κίνηση   από  τα  όπισθεν  καθοδηγεί  και  ενσωματώνει    επιτέλους το  αριστερό  μου  χέρι    στο σωστό  χώρο  .  Φέρνει  επίσης   με  μια  κοφτή  κίνηση όλο  το  σώμα  μου  στα  ίσια  του,  μια  χαρά  τώρα εντοιχισμένο  μέσα  στο  βαρύ  μαντώ,  σαν  πηλός  που  ξαναμπήκε  άνετα  στο  καλούπι  του.

Κάνω  μια  στροφή   εν  τέλει ,λίγο    έκπληκτη  από  την  θέρμη  και  την  αμεσότητα  της    βοήθειας.   Βλέπω  από  πολύ  κοντά,  το  πρόσωπο  του  συζύγου   της  γειτόνισσάς  μου  που  την  έχω  για  λίγο  επισκεφτεί.   Υπερβολικά  αυλακωμένο,  αν  και  δεν  είναι  και  τόσο  μεγάλος.   Σαν  να  χάραξε  κάποτε   τους  μήνες  και  τα  χρόνια  όπως  περνούσαν  από  τη  ζωή  του,    στο  πρόσωπό  του,  όπως  τα  χαράσσουν  με  λεπίδια  στους  τοίχους  των  φυλακών  οι    έγκλειστοι.  Μου   χαμογελάει.   ‘Ενα  αληθινό  χαμόγελο,  από  τα μέσα  του,  μέσα  από  την  ψεύτικη,  κακοφτιαγμένη  οδοντοστοιχία.   Ακόμα  έχω  μείνει  κάπως  απορημένη  από  την  ευγένειά του, την  παλιομοδίτικη. Θυμάμαι  που  μου  έχουν  πει  παλιότερα  οτι  είχε  φύγει  πολύ  μικρό  αγόρι  για  τη Σουηδία,  λόγω  φτώχειας,  και  έζησε  δύσκολα  εκεί,  στα  κρύα,  μέχρι  επιτέλους  να  γυρίσει  και  να  ‘φτιαχτεί’  πίσω  στην  Ελλάδα  και  να  κάνει  οικογένεια.

»  Σας  ευχαριστούμε  για  τα  ρούχα»   ,  μου  λέει,  για  πολλοστή  φορά,   όπως  και  η  γυναίκα  του.  Με  φέρνουν  σε  αμηχανία,   εγώ  είχα  φέρει  απλώς  κάποια  κομμάτια  που  είχαμε  στο  σπίτι  για  να  τα  δωρίσω  στη  συλλογή  ρούχων  που  κάνουν  για  οικογένειες  στη  γειτονιά  που  έχουν  ανάγκη.  » Σας  παρακαλώ,  μην  το  λέτε  ,  δεν  έκανα  τίποτα,  εσείς  κάνετε  το σημαντικό  έργο,  με  τη  σύζυγο,  εμείς  λεπτομέρειες  κάνουμε»  του    απαντώ  και  πάλι   και  το  εννοώ.   Κουνάνε  και  οι  δυο  συγχρονισμένα  τα  κεφάλια  τους   με  αντίστοιχα  αμήχανα  χαμόγελα.

Ανοίγω  με  οικειότητα την  πόρτα  για  να  φύγω,  αφού  τους  ξέρω  χρόνια.  Χαιρετιούνται  με  τους  δικούς  μου  επί  δεκαετίες  στο  δρόμο.   Θα  κατέβω  τώρα  τρεις  ορόφους  από  τις  σκάλες :  το  οίκημά  τους  δεν  έχει  ασανσέρ,  και  το  έχτιζαν   σιγά  σιγά επί  πολλά  χρόνια  ,  πάτωμα-πάτωμα.  Τα    λίγα κάτω  διαμερίσματα  τα  πούλησαν  ή  τα νοικιάζουν  τώρα.   Οταν   ανέβαινα  πριν  μια  ώρα  σήμερα,  άκουγα  άθελά  μου   σε  όλη  την  ανάβαση   όλα   σχεδόν   τα  διαφορετικά  είδη  φωνών  που  βγαίνουν  από  τα  διαμερίσματα  και  διαχέονται,  σαν  τις    μυρωδιές  από  τα  φαγητά  και  αυτές.   Κάποιοι  τσακώνονταν   με  κλάματα  και  η  γυναίκα  τού  φώναζε   ‘όσο  είσαι  σε  αυτό  το  γάμο  ακόμα,  εμένα  να  μη  με  βρίζεις,  κτήνος’,  και  έσπασε  η  φωνή της   βαριά  και άσχημα  στο  τελευταίο  αυτό απάνω.  Κείνη  την  ώρα  με  τράβηξε  από  το  άλλο  αυτί  μια  παιδική  κοριτσίστικη  φωνή   που   καλούσε   έντονα  τη  μαμά  της  κάτι  να  δει,  με  κάποια  πολύ    δυναμικά  και  έντονα  ‘α’.  Στον  πρώτο   όροφο   άκουσα  τις  μεσημεριανές  ειδήσεις  ντόλμπυ  στέρεο δυνατά  από  μια  τηλεόραση   ,  με  συγκεχυμένα  νοήματα  ,  από  κάποιον  απροσδιόριστα  επώνυμο  εκφωνητή, ανακατεμένα   κουκιά μαγειρεμένα,  ενώ  έξω  από  την  πόρτα  στέγνωνε  μια  ομπρέλα  δίπλα  σε  μια  χοντρή   μαγκούρα  γέροντα.  Στον  δεύτερο  σαν  να  μου  φάνηκε   ότι  ένας  καναπές  κουνιόταν   ρυθμικά πάνω  σε  παλιωμένους  σουμιέδες  που  αγκομαχούσαν  να  ανταπεξέλθουν   στην  ένταση.   

»  Θα  χαρούμε  να  σε  ξαναδούμε   για  καφέ»  είπε  ο  γείτονάς  μου,  ενώ  με  ξεπροβόδιζε.

 

«Ναι»,   του είπα,  »  μια  καλύτερη  μέρα,   χωρίς  βροχή  καλύτερα».   

Με    κοίταξε   με  δυο  κατάμαυρα    κουρασμένα μάτια,  που   συγκέντρωναν  όλες  τις  εγκυκλοπαίδειες   σε  ένα  και  μόνο  φύλλο,  σε μια  ματιά.

»  Είδες  ο  απατεώνας,  ο  Μάρτιος;     τι  καιρό;   ποτέ  μην  τον  εμπιστεύεσαι,  όταν  έρχεται.  Ο  Μάρτης  δεν έχει  μπέσα».

Με  ακινητοποίησε  λίγο   το σχόλιό  του.   Λίγες  στιγμές  στάθηκα  για  να  το  ερμηνεύσω.  ‘Υστερα   γύρισα  και  προς  την  χαμηλόφωνη   σύζυγο,  χαιρέτησα  εγκάρδια  άλλη  μια  φορά  και  τους  είπα  ‘στο  επανιδείν,  και  σύντομα’. Κατηφόρισα  πάλι  τις  σκάλες.  Δεν  τους  ξαναεπισκέφτηκα   ποτέ,  ποτέ  δεν  υπήρξε  χρόνος.   ‘Ολο  το  έλεγα,  μα  ποτέ  δεν  υπήρχε  χρόνος. Οι  δικοί  μου  πιο  πολύ,  τους  έβλεπαν  που  και  που   στη  γειτονιά.

Κάποια  μέρα  είδα  ένα  αγγελτήριο  κηδείας  να  περιφέρεται  στις  κολώνες  τριγύρω.  Πλησίασα  και  είδα  ότι  ήταν  αυτός.  Εξηνταδύο  χρόνων.  ‘Ηταν  Μάρτης.

 

 

 

 

 

 

 

Οι χαλκομανίες της Μ.Πέμπτης.

«Δεν είναι μόνο τα γόνατα που ματώνουν, είναι και τα αυγά».

Τούτη την σκέψη έφτιαξε το μυαλό της, με το που άνοιξε με τα δακτυλάκια της το ήδη ραγισμένο τσόφλι του αυγού, και αποκαλύφτηκε η ψίχα από μέσα. Το ασπράδι είχε λερωθεί από την πορφυρή μπογιά, το μισό αυγό είχε γίνει κόκκινο, και μάλιστα, εκεί που ήταν από πάνω τα σπασίματα του κελύφους, το διέτρεχαν τώρα γραμμές άλικες, ολόιδιες με φλέβες ανοιγμένες. «Για δες», σκέφτηκε, «σαν να τρέχει αίμα απ’ το άσπρο, όπως κι απ’ τα γόνατά μου όταν τα γδέρνω».
Η μάνα της είχε πριν δυο ώρες βγάλει δυο ντουζίνες από αυγά από την κατσαρόλα. Τα έπιανε με την τρυπητή κουτάλα τρία τρία και τα απίθωνε στη μεγάλη πιατέλα παραδίπλα, ενώ εκείνα άχνιζαν, και τα τζάμια των παραθύρων της κουζίνας είχαν θολώσει από το βράσιμο. Της είχε πει η μάνα της να περιμένει οπωσδήποτε πρώτα να κρυώσουν , και να μην τα πιάσει πιο πριν, γιατί θα καιγόταν στα δάκτυλα και θα έπρεπε μετά να της κάνει «φου φου» για να μην κλαίει.

Τώρα είχαν κρυώσει αυτά, και η μάνα τα είχε ήδη γυαλίσει ένα ένα με ένα πανάκι νοτισμένο με λάδι. Σιχαινόταν η μικρή τη μυρωδιά του ξυδιού την ώρα που το νερό κόχλαζε. Δεν το ήθελε με τίποτα το ξύδι στις σαλάτες και στις φακές, και παρακάλαγε τους μεγάλους να μην της το βάζουν, και ας «έκανε καλό», όπως της έλεγαν.
Και τώρα, που στο σχολείο στα θρησκευτικά ,έμαθε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες έβαλαν στην άκρη του δόρατος ξύδι για να κεντρίσουν τα πλευρά του Χριστού στο Σταυρό, τόσο χειρότερα ανακατευόταν που το μύριζε , και με τη φαντασία της έβλεπε εικόνες με εκατόνταρχους να κάνουν κακά πράγματα και τους αποστόλους να κλαίνε από δίπλα.

Τα φρεσκοβαμμένα αυγά γυάλιζαν λαμπρά μετά την επάλειψη με λάδι από τα ικανά χέρια της μητέρας, και ήταν κρύα και στεγνωμένα τώρα, έτοιμα να δεχτούν την τελική παρασημοφόρηση, δουλειά που είχε ανατεθεί λοιπόν στη μικρή. Της είχαν πάρει για το καθήκον αυτό από το μπακάλικο δεκάδες μικρές χαλκομανίες, και θα τις κόλλαγε τώρα, μία μία και υπομονετικά, πάνω στα αυγουλάκια.

‘Ηταν μακρόστενα ωοειδείς αυτές, και τόσο δα μικρούλες , ωστόσο μπορούσε να δει καθαρά τις ζωγραφιές επάνω, που ήταν δυο ειδών. Η μια ζωγραφιά ήταν ο Χριστός με τα άμφιά του να ευλογεί, και ένας ήλιος με ακτίνες να λάμπει από πίσω, ενώ η άλλη ζωγραφιά ένας Χριστός με έναν κόκκινο μανδύα και τον Σταυρό στο χέρι να ίπταται. Στη μια ζωγραφιά ο Χριστός ήταν καστανός και στην άλλη ξανθός. ‘Οταν είχε ρωτήσει τους γονείς της τι χρώμα τελικά είχαν από τα δύο τα μαλλιά του Ιησού, δεν πήρε ικανοποιητική απάντηση.

Τώρα , ενώ η μάνα ξάπλωσε να ξεκουραστεί, άρχισε να παίρνει ένα ένα αυγό και να κολλάει τις χαλκομανίες επάνω. Μερικές τις κατάφερνε καλά, άλλες έμπαιναν στραβά γιατί γλίστραγαν, άλλες κόβονταν και χάλαγε η εικόνα. Είχε πάρει ρητή εντολή να μην φάει κανένα βαμμένο αυγό γιατί «θα έβγαζε σπυριά αν τα έτρωγε πριν την Ανάσταση», και ακόμα, να μην ξεφλουδίσει κανένα, για να μείνουν όλα ανέπαφα για το πασχαλινό τραπέζι.

Αλλά την έτρωγε η περιέργεια. Μερικά αυγά είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους στο βράσιμο, και ήταν ήδη τραυματισμένα, πονεμένα, με τσακισμένο το κέλυφος, έτοιμα να παραδώσουν το πνεύμα, μετά από αυτό που περάσανε στο πουργκατόριο της κατσαρόλας. Ενώ τους έβαζε τις χαλκομανίες, δεν άντεξε στον πειρασμό να σπάσει το ετοιμόρροπο τσόφλι στο πιο ταλαιπωρημένο . Θα της έμενε το κουσούρι τούτο μια ζωή : μόνιμα θα έψαχνε να διακρίνει τι βρίσκεται κάτω από το κέλυφος των πραγμάτων.

‘Εξυσε το ήδη σπασμένο τσόφλι λοιπόν, και το είδε το ψαχνό από κάτω καταματωμένο, πληγιασμένο, με τις φλέβες να χάσκουν ανοιχτές και να αιμορραγούν, και το ασπράδι να είναι το μισό κόκκινο, και ακόμα – ακόμα, κιτρινομωβ στον πάτο, εκεί που ξεμυτούσε ο πετρωμένος κρόκος. Τα αυγά ομολογούσαν με τα βασανιστήρια όλα τα μυστικά τους.

Δεν είχε ακόμα παραστάσεις από άλλες, πιο δυσάρεστες αιμορραγίες,ή βάσανα, και τη Μ.Πέμπτη αυτή, το μόνο αηδιαστικό και ενοχλητικό ήταν η αίσθηση του ξυδιού που γέμιζε την ατμόσφαιρα.
Ο μόνος μόχθος της ζωής ήταν το σχολειό, τα διαβάσματα, και η ορθογραφία που ήταν κοπιαστική, μα πανέμορφη, γεμάτη πνεύματα και τόνους. Βέβαια είχαν μια περίεργη αγριάδα και στις τάξεις οι καιροί, ( και εκτός και από την έξω από το σπίτι αγριάδα, που η μικρή δεν ήταν σε θέση να την κατανοήσει) : οι δάσκαλοι βαράγανε με βέργα τα μικρά χεράκια των μαθητών, λες και τα χεράκια αυτά, που ακόμα αμαρτίες πάνω τους δεν έφεραν, έπρεπε για κάτι σοβαρό να λογοδοτήσουν και τιμωρηθούν. Η ίδια δεν έτρωγε ποτέ ξύλο, αλλά τη μια και μοναδική φορά που τις της έβρεξε η κυρία, νόμιζε για μέρες μετά ότι η βέργα άφησε σημάδι στην παλάμη της. Τελικά ήταν δυο παράλληλες γραμμές, από τις φυσικές γραμμές που είναι ζωγραφισμένες στα χέρια των ανθρώπων , αυτές ‘της μοίρας’.

Στο υπόλοιπο του απογεύματος, απελευθερωμένη μέσα στις διακοπές του Πάσχα από τα μαθήματα , αλλά και από τις έγνοιες για οποιοδήποτε μελλούμενο, ή για οποιαδήποτε ‘Μεγάλη Παρασκευή’ πλην εκείνης της επομένης ημέρας, συνέχισε να εφαρμόζει τις χαλκομανίες με επιμέλεια, κρύβοντας άτσαλα το ανοιγμένο αυγό σε μερικές χαρτοπετέτες, πετώντας το ύστερα στα σκουπίδια, έχοντας την αφελή εντύπωση ότι η μητέρα της δεν θα το ανακάλυπτε εκεί.

Τα καπάκια από τις μπύρες.

Ο Ιούλης στο Μπάφι δεν καψάλιζε ποτέ πολύ, γιατί είχε ολόγυρα τότε πρασινάδα και πάμπολλα νερά.  Από κάτι στραβές, χοντρές σωλήνες του δήμου , μπορούσες να ξεδιψάσεις με τόσο μπόλικο και κρυστάλλινο  βουνίσιο νερό , που σου πόναγε απρόσμενα το λαιμό η δύναμή του ,  σαν  να  καιγόσουν  από  το  πάγωμα.

‘Οταν κουραζόμασταν πια από τη βόλτα και είχαμε ιδρώσει, ο πατέρας μου μας έλεγε να κοντοσταθούμε λίγο στο μονοπάτι μέσα στο μικρό δάσος, εκεί που ήταν μια  γερτή κατασκευή  από  όπου   και  ανάβλυζε με χοντρή ροή το νερό,   ερχόμενο   από τα ψηλά  με ορμή και ασταμάτητα.  ‘Εσκυβε πρώτος αυτός για να πιει,  και έμοιαζε σαν να απέδιδε τιμές και να προσκυνούσε τον κρουνό. ‘Υστερα, σαν να ακολουθούσε η οικογένεια μια ιεροτελεστία, μας έδειχνε η μάνα μου σε μένα και στον αδελφό μου πώς να δροσιστούμε   και  εμείς  με προσοχή, χωρίς να βρέξουμε τα ρούχα μας από τη φόρα του υγρού.
Τελευταία από όλους δροσιζόταν αυτή, με μικρές και σύντομες πάντα γουλίτσες, μετρημένη   καθώς  είναι σε όλα της, αφού πρώτα οι άλλοι τρεις είχαμε καλά ξεδιψάσει.

Αυτή η στάση – προσκύνημα γινόταν κάθε φορά που μας πηγαίναν οι γονείς μας εκδρομή και περίπατο στο Κρυονέρι. Η εκδρομή μας φαινόταν συναρπαστική μεταξύ άλλων και επειδή για να πάμε μπαίναμε σε πραγματικό τρένο, που το θωρούσαμε σαν γιγαντιαία απομίμηση των παιχνιδιών τρένων μπαταρίας που είχαμε σπίτι , και τρελαινόμαστε να παίζουμε μαζί τους,    επάνω  στην  τάβλα  με τις καρφωμένες ράγες. Εκείνα τα χρόνια, όχι   και τόσο πολύ μακρινά, δεν ήταν απαραίτητο όλες οι οικογένειες να έχουν αυτοκίνητο, έτσι  κι εμείς που δεν είχαμε, ήταν φυσιολογικό.

Μετά το περπάτημα και το ξεδίψασμα, καταλήγαμε σταθερά σε μια τοπική ταβέρνα. Παραδίπλα   είχε  και  μια   υποτυπώδη παιδική χαρά, από αυτές με τις δυο σανίδες με σκουριασμένες αλυσίδες που περνάγανε   παινεσιάρικα  για κούνιες, και μια εντελώς φαγωμένη από τη λύσσα του χρόνου τσουλήθρα,  με  τσίγκινες  ακίδες,  που εύκολα μπορούσε να σου ξεσκίσει τα πόδια. Αλλά για μας, έξη και επτά χρόνων τότε, η τσουλήθρα ήταν όμορφη, το ίδιο και οι  πρόχειρες  κούνιες.

Καθόμασταν λοιπόν να φάμε, εκεί στην ταβέρνα, και ο πατέρας , μερακλής   πάντα στο καλό φαγητό, παράγγελνε πολλά πιάτα και ορεκτικά.  Μέχρι να έρθουν οι παραγγελίες, καθόμουν χάμω , στο έδαφος με τα χαλίκια, πράγμα που πάντα εκνεύριζε πολύ την μητέρα μου.  ‘Εχωνα τα χέρια μου μέσα στο παχύ στρώμα χαλικιού, και γδερνόντουσαν οι μικρές παλάμες μου, γδερνόντουσαν και τα εξάχρονα, αμάθητα ποδαράκια μου με τα αγύμναστα μαλακά,  βελουτέ  γόνατα του παιδιού της πόλης. ‘Ασπρες γινόντουσαν  εν  τέλει  οι παλάμες μου από το χαλίκι, και εξοργισμένη μου καθάριζε τα χέρια η μάνα μου μετά, με βρεγμένη χαρτοπετσέτα.

Αλλά εγώ είχα το θησαυρό μου. ‘Εψαχνα να βρω όλο και περισσότερα καπάκια μπύρας. Τρελαινόμουν για τα καπάκια από τις μπύρες. Μα πόσα πολλά ήτανε,  τα  άτιμα.  Πολύχρωμα, εκατοντάδες από αυτά, από όλες τις μάρκες μπύρας που υπήρχαν τότε .  Βγαλμένα, καρατομημένα από τα γυάλινα μπουκάλια με τις ζωηρές ετικέτες. Οι σερβιτόροι   άνοιγαν  τις μπύρες με άψογη επιδεξιότητα και τεχνική, με το ένα χέρι, ισορροπώντας τες ευέλικτα στο   ένα πόδι τους,  ενώ  με  το  άλλο χέρι  κρατούσαν δίσκο  και  με  το  άλλο  πόδι  στηριζόντουσαν,  και σε όλη την ατμόσφαιρα ακουγόταν διαρκώς ένα ‘πλοπ’ – ‘πλοπ’ -‘πλοπ’.  Και γέμιζε το έδαφος κάτω καπάκια πολλά.  ‘Αλλα λιωμένα, πατημένα από καιρό και ισοπεδωμένα, ένα  με  το  τσιμέντο,  σα σφραγιδούλες να  έχουν  γίνει.  ‘Αλλα όμως φρέσκα, με τα δαντελένια δοντάκια τους  σαν γιρλάντα, ανώτερα   σε  αξία   κι από νομίσματα πειρατών. Και εγώ να τα μαζεύω, να τα χώνω το ένα μέσα στο άλλο,να φτιάχνω μασούρια, να τα μετράω,να νιώθω τόσο πλούσια σε χρήματα όσο δεν ένιωσα έκτοτε ποτέ στη ζωή μου. ‘Ηταν ο θησαυρός μου, και ήταν τόσο εύκολο, τόσο καθαρό, και ήταν μόνο για κάποιες Κυριακές.

Μια τέτοια Κυριακή, έφτιαχνα τα μασούρια μου, χωμένη κάτω από το τραπέζι, βλέποντας μόνο τα πόδια της μάνας μου, του πατέρα μου, του αδελφού μου, και των σερβιτόρων που πηγαινοέρχονταν γοργά. ‘Ακουγα και το μουρμουρητό από τις κουβέντες των υπολοίπων θαμώνων, από τις παραγγελίες και τις οδηγίες των γκαρσονιών για την κουζίνα, και τα τσιριχτά γέλια άλλων παιδιών στις κούνιες. Το φαί μας το είχαμε τελειώσει. Ως συνήθως, ο μπαμπάς θα μας έβαζε μετά αινίγματα και λογοπαίγνια, όπως για το φίδι που είναι ‘όφις’ στην καθαρεύουσα και ‘όφφις’ στα αγγλικά….
Κάποια στιγμή, απότομα, ενώ μετρούσα ‘νομίσματα’, η φασαρία ολόγυρα μειώθηκε πολύ.
Σαν να μείνανε από οξυγόνο και ανάσα οι πάντες.
Βγήκα από κάτω από το τραπέζι, ορθώθηκα, ίσιωσα τη φουστίτσα μου και κοίταξα να δω τί γίνεται. Τους είδα όλους να κοιτάνε προς το δρόμο που περνούσε μπρος από την ταβέρνα. ‘Αλλοι να κοιτάνε ευθεία όπως κάθονταν, και άλλοι να έχουν γυρίσει τον κορμό τους προς τα κει. Από κάπου μακρύτερα σαν να άκουγα μια καμπάνα να χτυπάει που και που, και ο ήχος της συνέπεσε με τον ήχο από το συριγμό των φρένων του τρένου που ερχόταν στο σταθμό ,και  από  το   φαλαινίσιο  ξεφούσκωμα του φουγάρου του.

Μια ομάδα ανθρώπων έρχονταν από το δρόμο προς εμάς. ‘Ητανε σιωπηλοί και με κατεβασμένα πρόσωπα. Οι πελάτες της ταβέρνας κοίταγαν την πομπή αμίλητοι για μερικά λεπτά ενώ οι περιπατητές δεν κοίταγαν πουθενά, απλά προχωράγανε. Μετά περάσανε από μπροστά μας. Είδα κάτι μεγάλα στρογγυλά πρωτομαγιάτικα στεφάνια ,   με  άρπες  σημαιούλες  μακρουλές,   και  γράμμτα  επάνω, να τα κρατάνε ψηλά με κάτι ξύλα, και   γυναίκες  με  μαύρα  να  προχωράνε  αγκαζέ,  και  άντρες  με  κοντομάνικα  άσπρα  πουκάμισα και  μαύρα  παντελόνια,  ιδρωμένοι   στο  στέρνο, χωρίς  γραβάτες.

Η πορεία παρέμενε αθόρυβη, μόνο κάτι γυναίκες που μου φαίνονταν γιαγιάδες ,πίσω από ένα ξύλινο κουτί που κάποιοι το κουβαλάγανε στα χέρια, κλαίγανε. Μερικοί θαμώνες   στην  ταβέρνα κάναν το σταυρό τους χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, και δεν ήξερα αν έπρεπε να τον κάνω και γω.
Γύρισα προς τη μαμά μου, και, μέσα στη σχεδόν σιωπή, είπα δυνατά : «γιατί κλαίνε;»
Αλλά δεν πήρα απάντηση. Μόνο ο αδελφός μου, που ήταν επτά χρόνων αλλά τόσο σοβαρός, που έμοιαζε πιο πολύ με νάνο σαραντάχρονο, παρά για επτάχρονο, είχε πλέξει τα χέρια του μπροστά του,   είχε  κατεβάσει  το  κεφάλι,   και γύρισε θυμωμένα προς εμένα και μου είπε : «Σσσσσσ!!…σκάσε!!»

Ξανακοίταξα προς την ομάδα ντροπιασμένη, και συνάμα ένιωσα μια μελαγχολία να βαραίνει τα παιδικά σπλάχνα μου, αλλά δεν ήμουν σίγουρη γιατί. ‘Ηθελα να σκύψω και να κρυφτώ πάλι κάτω από το τραπέζι.
Η πορεία τώρα είχε προσπεράσει εμάς και σε λίγα λεπτά χάθηκαν στην καμπή του δρόμου.
Οι παρέες και οι οικογένειες γύρισαν πολύ γρήγορα στο φαί τους και το μουρμουρητό από τις κουβέντες και ο μεταλλικός θόρυβος από τα μαχαιροπήρουνα ξανάρχισε.

«Τί στεφάνια ήταν αυτά μαμά;»…..ρώτησα, αλλά πάλι δεν πήρα απάντηση. Μου σκούπισε τα χέρια με τη βρεγμένη χαρτοπετσέτα, και επέστρεψα στο φαγητό μου, που είχε κρυώσει.

Προς το παρόν,   η  θλίψη  είχε  περάσει απλά ξυστά από μπρος μας, και είχε χαθεί στη στροφή του δρόμου.

Post Navigation

Αρέσει σε %d bloggers: