…..είπε ο Σάντσο Πάντσα, μια φορά κάποτε, στον γαϊδουράκο του, κάπου στον «Δον Κιχώτη».
Εδώ, κάποια χέρια με ενσυναίσθηση (και) για τα πτηνά του ουρανού, είχαν αφήσει λίγα αντίδωρα στο παραθύρι του Αγίου Κωνσταντίνου στη γειτονιά μου, τι προάλλες.
Εύχομαι τα μικρά αντίδωρα να τράβηξαν σαν σπόγγοι τις θλίψεις από ολούθε.
Να τολμήσω να γράψω καλό 2023, καλή χρονιά; Ας το τολμήσω λοιπόν.
Πολύ γρήγορα λήγει το νοίκι του καλοκαιριού, που λέει στο Σοννέτο 18 ο Σαίξπηρ, και άλλωστε είναι το καλοκαίρι ένας τσαρλατάνος, που λέει και ο Φιτζέραλντ.
Πολλά ευχαριστώ στον φίλτατο ποιητή, ανθολόγο ποίησης και συνάδελφο καθηγητή Αγγλικών Στρατή Φάβρο, που συμπεριέλαβε το από δεακετίας σχεδόν ποίημα μου πάνω στο πορτραίτο και στη ζωή της Άννας Μπόλεϋν, στα έργα και στους δημουργούς που ανθολογούνται αυτόν τον καιρό στην εξαιρετική ομάδα του στο Facebook «Η Ποίηση ως Αισθητική Ηθική» !
Το ξαναείδα το βράδυ της Τετάρτης, στο «Όασις» στο Παγκράτι, αφού αυτές τις ημέρες προβάλλεται στην Αθήνα σε καινούργια, επεξεργασμένη ψηφιακά εκδοχή. Και από τότε δεν μπορώ να «συνέλθω», που λέει ο λόγος. Ίσως ο κινηματογράφος του Αντονιόνι είναι κάτι που εγγράφεται πολύ έντονα στην ψυχή μου, ο τι και αν είχε μάστορας εκείνος σκηνοθετήσει. Ημέρες τώρα, δεν μπορώ ακόμα να αποδράσω διανοητικά από τις εικόνες του, δεν μπορώ να σταματήσω να αποπειρώμαι να ερμηνεύσω τα νοήματα του. Διαβάζω τις κριτικές που γράφονται τώρα, και εκείνες που γράφτηκαν τα προηγούμενα χρόνια, και εκείνες στα αρχεία των ιστοσελίδων, τις ορίτζιναλ, αυτές που γράφτηκαν με το που πρωτοπαίχτηκε σε Αγγλία και Αμερική, το 1967. Κάθε κριτική, τότε και τώρα, είναι μια τροποποιημένη ερμηνεία και προσέγγιση: γιατί τέτοιο είναι το παλίμψηστο των ιδεών του μεγαλοφυούς Ιταλού. Και με την εξαίρεση ότι κάποιοι του είχαν προσάψει ότι έχει έναν «διδακτισμό» σε μερικά σημεία, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πνοή της σύλληψης και την καλλιτεχνική εκτέλεση.
Έχω φτιάξει πλέον μια συλλογή από frames του, έναν ψηφιακό φάκελο στον υπολογιστή μου και στο Pinterest όπου αποθηκεύω τις σκηνές του.
Τι να πρωτοαναφέρω. Την άριστη επιλογή των ηθοποιών για τους ρόλους, με τον (μακαρίτη δυστυχώς) Ντέηβιντ Χέμινγκς στον βασικό , ένας πρωταγωνιστής – χερουβείμ και δαιμονισμένο πνεύμα των 60ς συνάμα; Την αγαλματώδη, εκπάγλου καλλονής τότε Βανέσσα Ρεντγκρέηβ με το μυθικό καρέ πουκάμισο, την μίνι φούστα πάνω από τα δίμετρα πόδια και το υπνωτικό προς το θεατή βλέμμα όταν κοιτά το φακό του ήρωα και εμάς; Το 20χρονο αερικό των 60ς Τζέην Μπίρκιν; Το κινούμενο μνημείο του μόντελινγκ Βερούσκα; Τον Τζεφ Μπεκ και τον Τζίμμυ Πέητζ επί σκηνής, στην σεκάνς της συναυλίας με τους Γιαρντμπερντς;
Και άλλους, και άλλες φυσιογνωμίες και icons ως frames του σινεμά πια, να υπο-στηρίζουν μια εξόχως σημειολογική και αλληγορική υπόθεση , που περικλείει : από την αναφορά στο φιλμ Ζαπρούντερ της δολοφονίας Κέννεντι, μέχρι υπονοούμενα για πολιτικά σκάνδαλα ( Προφιούμο) , τις ιδεοληψίες και το μεγαλείο του αληθινού καλλιτέχνη, την αξία των αντικειμένων εντός και εκτός του πλαισίου τους και πώς γίνονται αυτά φετίχ, τις αλλεπάλληλες και απατηλές στρώσεις της πραγματικότητας -που είναι και το main theme-, το αστυνομικό μυστήριο που όμως σκόπιμα ποτέ δεν επιλύεται και έτσι δεν επέρχεται η «κάθαρσις», το time capsule και η αποθέωση του Λονδίνου των 60ς αλλά και η ταυτόχρονη αποκαθήλωση του.
[*Αν θυμάσαι τι έκανες στο Λονδίνο στα 60ς, δεν ήσουν τότε εκεί, λέει ένα ρητό ].
Εντάξει, υποκλινόμαστε και πάλι στο νου εκείνο που γέννησε η Ιταλία και που είχε το γήινο όνομα Μικελάντζελο ( *μοιραίο όμως όντως το μικρό του ) Αντονιόνι. Ακόμα τον αποκωδικοποιούν. Και, όπως έγραψε κάποιος Αμερικανός κριτικός στις ημέρες της πρώτης προβολής του φιλμ, τα κάποια λίγα ελαττώματα της ταινίας απλά προσθέτουν στην γοητεία της.
Ένα τεράστιο κοχύλι θαλασσινό, που από δεκαετίες κρατάμε προσαραγμένο στη βεράντα μας, αλειμμένο με το χιόνι σήμερα το πρωί. Και μια φράση του Τζων Στάινμπεκ που επίσης σήμερα ανακάλυψα, σε δική μου απόδοση : «Τι θα ήταν η ζέστα του καλοκαιριού, χωρίς το κρύο του χειμώνα για να της δίνει γλύκα».
Χιόνι: αναγκαίο, πικρό, αθώο για τα λάθη άλλων, εξαγνιστικό. Υπομονή Ελλάδα, παντού
“What good is the warmth of summer, without the cold of winter to give it sweetness.” ― John Steinbeck, Travels with Charley: In Search of America.
Σε πείσμα κάθε αντιξοότητας, στεναχώριας, αγωνίας και περίσκεψης, οι τελευταίες ώρες ενός ταλαίπωρου έτους αξίζουν και επιβάλλουν στην καρδιά μας να πάλλεται με σφρίγος, μπροστά στο ξημέρωμα ενός νέου χρόνου, και να μην τον φοβάται, αλλά να προσδοκά και να διεκδικεί τα αρμόζοντα από αυτόν.Ευχές λοιπόν σε όλους τους φίλους και τις οικογένειες τους για Υγεία, το μέγιστο των αγαθών, το πρώτο και καλύτερο. Και ακόμα, αγάπη, ανθρωπιά, ενσυναίσθηση, λογική, ανεκτικότητα, προκοπή, συμπόρευση με τον πλησίον και προσοχή για τον πλανήτη. Η Ιστορία άλλωστε ποτέ δεν προχώρησε όταν οι άνθρωποι δεν πίστευαν σε αυτά.
Καλή μας χρονιά, ένα καλό 2022 να έχουμε!
* πίνακας: «Παιδική Συναυλία», Γιώργος Ιακωβίδης, 1900, Εθνική Πινακοθήκη.
«Χειμερινή σκηνή με παγοδρόμους κοντά σε ένα κάστρο».
Ελαιογραφία σε βελανιδιά, σε στρογγυλό σχήμα, από τον Ολλανδό ζωγράφο Χέντρικ Άβερκαμπ, έτος δημιουργίας 1608, τώρα στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου.
Παγοδρόμοι πάνω στον πάγο διασκεδάζουν, αλλά υπάρχουν και άλλα πρόσωπα και πλάσματα μέσα στον πίνακα, που προσπαθούν με κόπο και σκληρότητα, απλά να επιβιώσουν. Τις χρονιές εκείνες είχε ενσκήψει μια «μικρή εποχή παγετώνων» στην Ευρώπη, με δριμύ ψύχος.
Θα περάσει και αυτό, το τωρινό μας «ψύχος». Υπομονή και προσοχή.
Καλό μας Δεκέμβρη, με υγεία! Καλές να είναι οι γιορτές, με όλους τους αγαπημένους μας παρόντες!
Τα δένδρα του ιδιοφυούς Έγκον Σίλε (1890-1918, απεβίωσε στην επιδημία της ισπανικής γρίπης στην ηλικία των 28 ετών , έχοντας συναρπάσει για πάντα τον κόσμο της ζωγραφικής), μας θωρούν αμίλητα , από το 1917 οπότε και τα ζωγράφισε. Χάλκινα σε χρώμα, πολύμορφα, φθινοπωρινά, σχεδόν με ανθρώπινα μέλη και ίσως και αισθήσεις. Ένας ήλιος στο κέντρο του πίνακα παραπέμπει και σε φλέγουσα ίριδα, νομίζω.Έναν αιώνα και βάλε μετά, μας λείπουν αενάως οι απαραίτητες σιωπές του νου ώστε να αφουγκραστούμε σωστά τη Φύση και τους εαυτούς μας μέσα σε αυτήν.Τα χρώματα όμως και το φως επιμένουν να προστάζουν: Καλό μας Σεπτέμβριο, με υγεία και μάχιμο!
Μια φωτογραφία που πριν λίγα λεπτά εντόπισα στην ψηφιακή έκδοση των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Σπασμένη βιτρίνα σε εμπορικό κατάστημα, στην περιοχή Σόχο του Μανχάταν, αποτέλεσμα του ξεσπάσματος βίας που συγκλονίζει τις Η.Π.Α. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις, όπως λένε. Η «κίνηση» της πεσμένης πλαστικής κούκλας, τα μισά, βουβά κεφάλια των άλλων δυο πίσω. Λίγο και σαν κυκλαδικά ειδώλια μου φαίνονται, μα χωρίς τη γαλήνη εκείνων. Τουναντίον. Όχι απλώς άσπρα όλα , αλλά ωχρά, θα λεγες
Κάθε χρόνο, ο Ιούνης γεννιέται ήδη γίγαντας. Οι δικές του ημέρες είναι από την αρχή τεράστιες, ενήλικες, έτοιμες για όλα. Δεν περνάνε από τη μωρουδιακή φάση πρώτα. Ο μήνας αυτός είναι ένας Άτλας, που σηκώνει όλες τις λαχτάρες και επιθυμίες μας που έχουμε για το επερχόμενο καλοκαίρι. Είθε να ανταποκριθεί, με τη συνδρομή και της τύχης. Καλό μας Ιούνη, με υγεία, με φως!
Η καθαρότατη, πάλλευκη, υπομονετικότατη και ανθεκτικότατη πικροδάφνη στον δίπλα δρόμο από το σπίτι μου, δείχνει χρόνια τώρα καρτερία απέναντι στις δυσκολίες των ζωών και στις ιδιοτροπίες των ανθρώπων. Χωρίς άλλο σχολιασμό από μεριάς της, παρά μόνο με το άνθισμα της πάντα τέτοια εποχή.
Για αυτήν, υπάρχουν ακόμα εποχές. Και τις τηρεί, τρεφόμενη από λασπωμένα νερά, και από πελώρια αγάπη για τους συγκατοίκους της στην ίδια γειτονιά, που την προσπερνούν μηχανικά , θεωρώντας την δεδομένη.
Καλημέρα 🌼
Μια εικόνα που μπορεί να είναι ειδυλλιακή, μπορεί και όχι.
Από Αλέκος Σακελλάριος μέχρι Αγγελόπουλος και Ντέηβιντ Λυντς, όλες οι ερμηνείες ανοικτές.
Ένα παρελθόν που μπορεί όντως να υπήρξε ή και να είναι της φαντασίας μας , όχι μόνο των αναμνήσεων μας.
Άνθρωποι και πλάσματα που θα μπορούσαν να είναι και ζωγραφιά του Θεόφιλου.
Ελλήνων Πάσχα, φορτωμένο πολλαπλούς συμβολισμούς , και μεγάλο Κιβώτιο μνήμης: ακόμα και το ιδιαίτερο το φετινό.
Και από ετούτο τον «τοίχο», ετούτο το «μπαλκόνι», Καλό Πάσχα σε όλον τον κόσμο, με αντοχές , αγάπη, υγεία!!
[* φωτό: από το σημερινό αφιέρωμα της Lifo στο Πάσχα της δεκαετίας του ’80 ανά την Ελλάδα]
Έξω είναι Άνοιξη, πλήρης, ατόφια Άνοιξη: με τη θωπευτική της ψύχρα και το μη εύκολα περιγραφόμενο ηλιακό φως. Μέσα στο μεσημέρι του κατ οίκον περιορισμού, με διαύγεια ακούγεται η καμπάνα από μια μακρινή μεγάλη εκκλησία. Τακτικά και τελετουργικά, καλεί τους πιστούς σε μια συλλογική πορεία πίσω από τον επερχόμενο Επιτάφιο. Στο νου μου, βλέπω όλους τους προηγούμενους Επιτάφιους της ζωής μου. Ιδιαίτερους ως τελετουργικό ούτως ή άλλως, αλλά πόσο μάλλον τώρα. Αναμνήσεις μείζονος αξίας.
Με βλέπω στην εκκλησία της γειτονιάς μικρή, κρατώντας εγώ και ο αδερφός μου τα χάρτινα φαναράκια που οχύρωναν το φυτίλι και τη φλόγα, να φοβόμαστε στο τέλος μην πιάσουνε φωτιά – του αδερφού όντως έπιασε μια χρονιά και τρομάξαμε.
Σταθερή αξία αντιθέτως τα καφέ κεριά με το πλαστικό προστατευτικό κυπελάκι σαν σεμεδάκι γύρω από τη φωτίτσα, το οποίο αγκωμαχούσε να τη διατηρήσει ακμαία ενώ πάντα στην τελική το ίδιο έλιωνε.
Ο Επιτάφιος της Μητρόπολης των Αθηνών αργότερα στην πρώτη ενήλικη ζωή, που τον παρακολουθούσαμε γιατί άρεσε πολύ στον πατέρα μου, όλη αυτή η πομπή, με τις επισημότητες, με το καλοντυμένο πλήθος, με αυτήν την αστότητα που δεν στερείτο μέσα μας από ουσία ωστόσο. Αργότερα, οι Επιτάφιοι στην Πλάκα, με τις μεγάλες φιλικές παρέες, ραντεβού δεκαπέντε άτομα μαζί, όλοι διαθέσιμοι τότε χρονικά, να ακολουθούμε διάφορες περιφορές Επιταφίων από πλακιώτικες εκκλησίες, οι οποίες διαδρομές πιστών τέμνονταν μεταξύ τους ασύμμετρα αλλά ενωτικά. Και ύστερα, έπονταν μεζέδες θαλασσινοί και ούζα μέχρι τις μικρές ώρες.
Επιτάφιοι εκτός Αθήνας επίσης , σε μικρά χωριά ή χώρες νησιών, με τους τουρίστες να παρακολουθούν δίπλα μας, να το νιώθουν σαν να συμμετείχαν σε θεατρικό σκηνικό, και με κάποια ενδόμυχη , λίγο ντροπαλή, δική μου περηφάνια για αυτήν την ομορφιά της λαϊκής παράδοσης. Και έπειτα, Επιτάφιοι μέσα στο σπίτι από την τηλεόραση μερικές φορές τα πρόσφατα χρόνια, τα πιο εσωστρεφή, σε κάποιες χρονιές που είχαν δικά τους παράπονα. Όλα πολύτιμα πια, όλα αποκρυσταλλωμένα, σαν ένας νοητός ενοποιημένος Επιτάφιος, με μια διάθεση συνύπαρξης περισσότερο από πριν, με μια λαχτάρα και προσδοκία για το αβέβαιο μετά, που του αναθέτω τόσα, όσα τώρα σκέφτομαι ότι μου λείπουν.
Και μια βασική ευχή για όλους μας: του χρόνου, στην – νοητή ή όχι- περιφορά πάλι όλοι, με υγεία.
[ Μεσημέρι Μεγάλης Παρασκευής, επί εποχής κορονοϊού, 2020]
σκίτσο: από το αφιέρωμα της Lifo στα παραδοσιακά Πάσχα των Ελλήνων, 15/4/2020.
*Πίνακας: «Gentle Spring» 1865. του Anthony Frederick Augustus Sandys (1829-1904)
“The trees are coming into leaf / Like something almost being said; / The recent buds relax and spread, / Their greenness is a kind of grief.”
(Philip Larkin, 1922-1985, Άγγλος ποιητής)
Τα δέντρα στα φύλλα τους ξαναβγαίνουν χώρια
Όπως κάτι που έχει σχεδόν ειπωθεί
Οι νέοι ανθοί χαλαρά έχουν απλωθεί
Το πράσινο τους είναι κάποια στεναχώρια.
Αυτή η φωτογραφία ανήκει στο Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση, και από προχθές που την έχω δει στο άρθρο της διαδικτυακής Lifo, σχετικά με το νέο κτίριο του Αρχείου, με έχει συναρπάσει. Είναι αυθεντική φωτογραφία από το 1927, και απεικονίζεται ο ίδιος ο Καβάφης, ενώ προσέρχεται σε γάμο σε εκκλησία στην Αλεξάνδρεια. Η συγκίνηση του αναγνώστη που αγαπά τον Αλεξανδρινό και που βλέπει την εικόνα είναι μεγάλη, και οι αναγνώσεις και συνειρμοί που μπορούν να γίνουν, πολλαπλοί και πολλαπλές. Ο Καβάφης, σήμερα πια, ένας γίγαντας της παγκόσμιας ποίησης, με γραφή όλο και πιο εγκατεστημένη στη διεθνή συλλογική λογοτεχνική μνήμη. Τότε, σε εκείνο το στιγμιότυπο, ένας ηλικιωμένος, στα τέλη του βίου του, προσερχόμενος στην ευχάριστη κοινωνική εκδήλωση. Με σκυφτό κεφάλι, αμήχανος ίσως, συλλογιζόμενος. Μπροστά του, μια γυναίκα ανάλαφρης διάθεσης, με το χαρακτηριστικό στιλ της εποχής του Μεσοπολέμου, εποχή που θα κυοφορούσε τα φριχτά του Β’ παγκόσμιου πολέμου, οσονούπω. Ο Ποιητής, απέναντι στην εποχή του, και απέναντι σε όλες τις εποχές.
Από τις πολλές φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί στα πεδία των πυρκαγιών [και νομίζω πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα και στους φωτογράφους που είναι εκεί και καλύπτουν] και είναι όλες συγκλονιστικές, υπάρχει μια επί πλέον, που από εχθές που την είδα με τάραξε. Είναι ένα πλάνο από τα πόδια πυροσβέστη που έχει βγάλει τη μπότα του, για να βάλει επίδεσμο στο πόδι του. Και μου ήλθε συνειρμικά στο μυαλό, ένα συγκλονιστικό πλάνο από την ανεπανάληπτη ταινία «Ουρανός» του Τάκη Κανελλόπουλου από τα 1962, με τις εικόνες από το μέτωπο του ελληνοαλβανικού πολέμου, και τη στιγμή που ο έλληνας στρατιώτης αποκαμωμένος βγάζει τις μπότες του τις φθαρμένες για να φορέσει εκείνες ενός νεκρού συστρατιώτη του. Φωτό εδώ: eurokinissi/Τατιάνα Μπόλαρη.
Μέσα σε μισή μέρα, η σειρά λήψεων με το δυνατό αυτό στιγμιότυπο έκανε το γύρω του φέησμπουκ και του διαδικτύου, και δικαίως. Φωτογραφίες άξιες για βράβευση στο National Geographic, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. ‘Ηρθε το πρωί της 16ης, και δεν βρίσκω τίποτα άλλο να αναρτήσω για πρωί, παρά την μοναδική αυτή αποτύπωση της στιγμής ηρωισμού και τρυφερότητας, από την πλευρά του άγνωστού μας πυροσβέστη. ‘Ολοι όσοι βοήθησαν και βοηθούν στις κατασβέσεις, δηλαδή επαγγελματίες πυροσβέστες (των λίγων εκατοντάδων ευρώ) όπως και εθελοντές, πρέπει να τιμηθούν από το κράτος, αν και δεν είναι κάτι που οι ίδιοι το επιδιώκουν. Τιμή και σεβασμός σε αυτούς, σεβασμός και στη Φύση που δεν μας ανήκει, αλλά τη σκοτώνουμε, ποικιλοτρόπως. Καλημέρα, με τις στάχτες στα μάτια.
Ακριβώς στο αποκορύφωμα του καλοκαιριού, η θρησκευτική εορτή της Κοίμησης, εγκιβωτίζει, απορροφά, μεγεθύνει και αποθεώνει όλες τις ανθρώπινες καθημερινές συνήθειες: την πίστη, τη λαογραφία, το γλέντι, την αναψυχή, τον εορτασμό, με έναν τρόπο παράδοξα συνταιριαστό, αφού κατά βάσιν πρόκειται για συμβολισμό μεγάλου πένθους. Είναι το στεφάνωμα του θέρους, και εορτάζεται σαν ένα πολύσημο ξέσπασμα, αφού όλοι γνωρίζουν ότι έπεται η καθοδική , πλέον, πορεία της εποχής. Ο καθένας, ας τον νοιώσει τον Δεκαπενταύγουστο όπως ποθεί.
Χρόνια πολλά σε όλους, τους πάρα πολλούς φίλους εορτάζοντες, και σε όλη την ταλαιπωρημένη Ελλάδα!
*φωτογραφία: του Ζαχαρία Στέλλα, από εορτασμό στην Καταπολιανή της Πάρου, κάποτε.
Η αίσθηση της εικόνας με τους νεαρούς με το ρετρό ντύσιμο είναι, θαρρώ, ένα χαριτωμένο ζευγάρωμα δέους, αμηχανίας, κατάνυξης, αλλά και κουστουμαρίσματος για α-λα 60ς βόλτα.
Ενας πλανήτης που καίγεται, και μια συγκεκριμένη χώρα εδώ, που καίγεται.
Κατά κυριολεξίαν, και μεταφορικά. ‘Επεσα τυχαία προχθές, σερφάροντας, στο κολλάζ αυτό. Και η μνήμη μου ανέσυρε ότι η συγκεκριμένη φωτο των vintage λουόμενων σε πρώτο πλάνο, είχε χρησιμοποιηθεί στο εξώφυλλο ενός παλιού «Βίπερ», για ένα τύπου pulp μυθιστόρημα των sixties. Οι κοπέλες αυτές που τις έπιασε κάποτε ο φακός του φωτορεπόρτερ, θα είναι τώρα στην τρίτη ηλικία, για τον κύριο δεν θέλω να το σκέφτομαι. Ο αμερικάνος συγγραφέας του pulp paperback, ο Burt Hirschfeld, τότε πουλούσε τρελά, τώρα είναι εντελώς ξεχασμένος. Αυτή η α-λα 70ς ανέμελη, χαλαρή, κάπως ενοχλητική και kitsch ευδαιμονία που αποπνέει το body language στο ενσταντανέ, εξατμίστηκε στις δεκαετίες του νέου αιώνα, όπως και η δημοφιλία του τότε μπεστ- σελερίστα. Ο πυρακτωμένος ήλιος που μπήκε ύστερα στο κολλάζ όμως, καίει περισσότερο από ποτέ.