Ειρήνη Βεργοπούλου

Archive for the category “Ποιητικές προσεγγίσεις”

“No, no, poor suff’ring Heart, no Change endeavour” : με αφορμή την «Ευνοούμενη», ένα ποίημα του John Dryden σε μετάφραση.

53786405_826245367727181_4712878948319494144_n (1)

Dryden, by John Michael Wright, 1668//
Εικόνα: από τη Wikipedia.

[Πρώτη δημοσίευση ανάρτησης και πολλές ευχαριστίες, στο Varelaki.blogspot της Ασημίνας Ξηρογιάννη]

Στην ταινία «Η ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου, που παίζεται αυτόν τον καιρό  στους κινηματογράφους, υπάρχουν πολλές σκηνές μέσα στο παλάτι της Βασίλισσας Άννας, όπου βλέπουμε και  τις εκτενέστατες βιβλιοθήκες της, με τους εκατοντάδες τόμους κλασικά, παλιά βιβλία της εποχής. Σε μια  σκηνή, η μία εκ των τριών βασικών ηρωίδων, η Σάρα Τσέρτσιλ – Λαίδη Μάλμπορο, εξοργισμένη με τα τεχνάσματα της εξαδέλφης της Αμπιγκέηλ, ψάχνει στα ράφια της βιβλιοθήκης ανεβασμένη σε σκάλα, και εκσφενδονίζει βαριά βιβλία από εκεί προς την Αμπιγκέηλ, για να την χτυπήσει. Και τη ρωτά έξαλλη, που βρίσκεται ο τόμος με τα ποιήματα του Τζων Ντράιντεν , που η βασίλισσα διαβάζει.

54268156_377959673045963_2895683731400425472_n (1)

 

 

 

 [Με αυτή την αφορμή, έψαξα για κάποιο ποίημα του Ντράιντεν για να καταπιαστώ, και επέλεξα αυτό: ένα τραγούδι-ποίημα  από το θεατρικό έργο  «Κλεομένης, ο ήρωας της Σπάρτης», του John Dryden, που ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο το 1692.

Ο John Dryden (1631-1700), ήταν σημαντικότατος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας του 17ου αιώνα, από τους θεμελιωτές της Αγγλόφωνης γραμματείας.]

Πηγή των αγγλικών στίχων :    http://www.bartlby.com και www.theatredatabase.com

https://www.bartleby.com/204/177.html



https://www.theatredatabase.com/17th_century/john_dryden_004.html

 

[Απόδοση στα ελληνικά και συνοδευτικά στοιχεία:
 Ειρήνη Βεργοπούλου]

Όχι, όχι, καημένη μου καρδιά, μην πασχίζεις να αλλάξεις,

Διάλεξε να κάνεις το σωστό, παρά να την αφήσεις.

Τα γητευμένα μάτια μου κρατούν τόση απ’ την ομορφιά της,

Που μπορώ να αποθάνω για αυτήν, μα όχι να ζω μακριά της.

Ένας τρυφερός της στεναγμός που με κάνει να μαραζώνω

Αρκεί με το παραπάνω για το τίμημα που πληρώνω :

Πρόσεχε, ω σκληρό Ξωτικό, πώς μου χαμογελάς,

Καθώς ήταν με ένα γλυκό σου βλέμμα που με κατανικάς.

2.

Η αγάπη ένα φυλαγμένο  μου έχει  λεπτό χαράς

Και Ετούτη η ίδια είναι που θα τελειώσει τον πόνο μου κατ’ αρχάς.

Και μετά, καμιά μέρα  Ευτυχίας ή Απόλαυσης χωρίς:

Οι καιροί θα φεύγουν γοργά  χωρίς να το κατανοείς.

Ο Έρως θα φυλά την πόρτα σφαλιστά για να μας κάνει τη χάρη,

Ώστε να κρατά τον Χρόνο και τον Θάνατο έξω, όταν είναι να μας πάρει:

Ο Χρόνος και ο Θάνατος θα αναχωρήσουν , πετώντας και μιλώντας,

Η Αγάπη βρήκε τον τρόπο να ζει, θα λένε, τον ίδιο τον θάνατο σκορπώντας

 

NO, no, poor suff’ring Heart, no Change endeavour,

Choose to sustain the smart, rather than leave her;

My ravish’d Eyes behold such Charms about her,

I can dye with her, but not live without her

One tender Sigh of hers to see me Languish,         5

Will more than pay the price of my past Anguish:

Beware, O cruel Fair, how you smile on me,

’Twas a kind look of yours that has undone me.

2

Love has in store for me one happy Minute,

And She will end my pain who did begin it;         10

Then no day void of Bliss, or Pleasure leaving,

Ages shall slide away without perceiving:

Cupid shall guard the Door the more to please us,

And keep out Time and Death, when they would seize us:

Time and Death shall depart, and say in flying,         15

Love has found out a way to Live by Dying.

 

 

 

“No, no, poor suff’ring Heart, no Change endeavour /// του John Dryden

https://varelaki.blogspot.com/2019/03/no-no-poor-suffring-heart-no-change.html?fbclid=IwAR154xLON64WiYVl-IHD9mhB_5NhFxzgLmS7FJNR2rQluICrATwp8yQyeq0

Σύλβια Πλαθ στην αρχή, και λίγο πριν το τέλος: Τρια ποιήματα.

[ ‘Ενα μικρό αφιέρωμά μου στη Σύλβια Πλαθ, με απόδοσή μου  τριών ποιημάτων της, που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό ιστολόγιο «Βαρελάκι», της Ασημίνας Ξηρογιάννη]

 

Sylvia_Plath_Letters_Home

 

Η βασανισμένη αλλά ιδιοφυής Σύλβια Πλαθ (1932-1963),  δεν παύει να συγκινεί το κοινό της ποίησης, αλλά και να αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο μέσα από τις καινούργιες και συνεχιζόμενες εκτιμήσεις των κριτικών και από τις έρευνες, τα ανανεωμένα άρθρα  και  τις αποτιμήσεις του σημαντικού έργου της. Αυτόν τον καιρό  για παράδειγμα “τρέχει” στην Ουάσινγκτον μια έκθεση με αντικείμενα από τη ζωή της και ζωγραφιές της ιδίας, ενώ ένα μεγάλο συνέδριο για αυτήν προετοιμάζεται στο Ωλστερ της Ιρλανδίας για τον Νοέμβριο.
Τα δείγματα του πηγαίου και τεράστιου ταλέντου της στη γραφή, όπως και η βαθιά ευαισθησία της πάνω στα πράγματα, στις αισθήσεις, στη ζωή, μα και οι αρχές της κατάθλιψής της δυστυχώς που θα την ταλάνιζε για πάντα, όλα αυτά λοιπόν ήταν εμφανή από τα εφηβικά της χρόνια. Για όσους, και είναι πολλοί, αγαπούν την ποιητική της έκφραση, είναι εξόχως συγκινητική η ανάγνωση των  πολλών γραμμάτων που  η Σύλβια  έγραφε προς την οικογένειά της στα χρόνια από την εφηβεία έως και το τέλος της ζωής της, και τα οποία τα εξέδωσε συγκεντρωμένα σε τόμο η μητέρα της Ωρέλια Πλαθ το 1975, υπό το τίτλο «Γράμματα στο σπίτι: Αλληλογραφία 1950-1963». Στα γράμματα αυτά, μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τον τρόπο που ήδη συνελάμβανε την πραγματικότητα η νεαρή Πλαθ, ποιες ήταν οι ανησυχίες της, και πώς εξελισσόταν η σκέψη της.
Σε ένα μικρό και απλό ποίημα που έγραψε περίπου στα 17 της, και το οποίο η Ωρέλια περιλαμβάνει στον πρόλογο της έκδοσης, η Σύλβια έγραφε:
You ask me why I spend my life writing?
Do I find entertainment?
Is it worthwhile?
Above all, does it pay?
If not, then, is there a reason? …
I write only because
There is a voice within me
That will not be still.
Με ρωτάς γιατί περνώ τη ζωή μου γράφοντας;
Αν βρίσκω διασκέδαση;
Αν αξίζει;
Και πάνω από όλα, αν πληρώνομαι για  αυτό;
Αν όχι, τότε, υπάρχει λόγος;…
Γράφω μόνο επειδή

Υπάρχει μια φωνή μέσα μου.

 

 

 

 

   Μετά το σχολείο, η Πλαθ εγγράφηκε στο Κολέγιο Σμιθ στη Μασαχουσέτη, όπου αμέσως τα ποιήματά της διακρίθηκαν και εντυπωσίασε. Από τότε υπάρχει και το παρακάτω ζωγραφικό σχέδιο (από κάποια Stookie Allen) που την απεικονίζει, το οποίο  είχε αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων του Κολεγίου και  που μιλά για «Εφηβικούς θριάμβους», αφού δυο ποιήματα της νεαρής φοιτήτριας είχαν ήδη δημοσιευτεί σε πανεθνικής εμβέλειας περιοδικά.
sylviaplath_cartoon.jpg
YWsyTVeCtC6UQDlUEi1tPQ!CsLFoPGe!+5lp3XPEwiPnp8wNdLZr6A3GrAstKKtpXqzCzid5HPMGevcK1sIpnajLVVMFPUS1ciqAgnzcF7c=

Κάνοντας ένα χρονικό άλμα μπροστά, ξέρουμε ότι ύστερα από πολλή “κατάθεση” νου και ψυχής στην ποίηση, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη εξαίρετα γραπτά, η Σύλβια θα αυτοκτονούσε εισπνέοντας υγραέριο, εγκλωβισμένη σε μια μόνιμη κατάσταση κατάθλιψης, που η ύπαρξη των δυο παιδιών της δεν μπορούσε να αναχαιτίσει. ‘Ένα σύνολο από 274 ποιήματά της συγκέντρωσε ο σύζυγός της Τεντ Χιούτζ στο συγκεντρωτικό τόμο The Collected Poems  το 1981, και ο οποίος τόμος βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ ποίησης.

Στον τόμο αυτό, υπάρχουν και δυο ποιήματα που η Σύλβια συνέγραψε λίγες μόλις μέρες πριν αυτοκτονήσει και τα οποία, παρ όλη την απαισιοδοξία και μελαγχολία που την κατέτρυχε, σφύζουν ωστόσο από ζωηράδα, εικόνες, και θετική στάση απέναντι στη ζωή. 

KINDNESS
Kindness glides about my house.
Dame Kindness, she is so nice!
The blue and red jewels of her rings smoke
In the windows, the mirrors
Are filling with smiles.
What is so real as the cry of a child?
A rabbit’s cry may be wilder
But it has no soul.
Sugar can cure everything, so Kindness says.
Sugar is a necessary fluid,
Its crystals a little poultice.
O kindness, kindness
Sweetly picking up pieces!
My Japanese silks, desperate butterflies,
May be pinned any minute, anesthetized.
And here you come, with a cup of tea
Wreathed in steam.
The blood jet is poetry,
There is no stopping it.
You hand me two children, two roses.
Καλοσύνη
Η καλοσύνη γλιστρά ολόγυρα στο σπίτι μου
Η Κυρά Καλοσύνη, είναι τόσο γλυκιά!
Τα μπλε και κόκκινα πετράδια των δακτυλιδιών της καπνίζουν
Στα παράθυρα, οι καθρέπτες
Γεμίζονται με χαμόγελα.
Τι είναι τόσο πραγματικό όσο η κραυγή ενός παιδιού;
Η κραυγή ενός λαγού μπορεί να είναι πιο άγρια
Αλλά δεν έχει ψυχή.
Η Ζάχαρη μπορεί να γιάνει τα πάντα, λέει η Καλοσύνη.
Η Ζάχαρη είναι ένα αναγκαίο υγρό,
Οι κρύσταλλοί της ένα μικρό κατάπλασμα.
Ω καλοσύνη, καλοσύνη
Γλυκά που μαζεύει από κάτω τα κομμάτια!
Τα γιαπωνέζικά μου μεταξωτά, απελπισμένες πεταλούδες,
Μπορεί να καρφιτσωθούν ανά πάσα στιγμή, αναίσθητες.
Και έρχεσαι λοιπόν, με ένα φλιτζάνι τσάι
Στεφανωμένη με τον ατμό.
Το αίμα που ξεπηδά είναι η ποίηση,
Δεν το σταματά τίποτε.
Μου δίνεις και δυο παιδιά, δυο τριαντάφυλλα.
BALLOONS
Since Christmas they have lived with us,
Guileless and clear,
Oval soul-animals,
Taking up half the space,
Moving and rubbing on the silk
Invisible air drifts,
Giving a shriek and pop
When attacked, then scooting to rest, barely trembling.
Yellow cathead, blue fish —
Such queer moons we live with
Instead of dead furniture!
Straw mats, white walls
And these traveling
Globes of thin air, red, green,
Delighting
The heart like wishes or free
Peacocks blessing
Old ground with a feather
Beaten in starry metals.
Your small
Brother is making
His balloon squeak like a cat.
Seeming to see
A funny pink world he might eat on the other side of it,
He bites,
Then sits
Back, fat jug
Contemplating a world clear as water.
A red
Shred in his little fist.
Μπαλόνια
Από τα Χριστούγεννα είναι που ζουν μαζί μας,
Άδολες και κατακάθαρες,
Οβάλ αδελφές ψυχές,
Που καταλαμβάνουν το μισό χώρο,
Κινούνται και τρίβονται στο μετάξι
Αόρατα ρεύματα αέρος
Βγάζουν μια στριγκλιά και σκάνε
‘Όταν τους επιτεθείς, ύστερα λακίζουν για να ξεκουραστούν, ίσα που τρέμουν.
Κίτρινο κεφάλι γάτας, μπλε ψάρι-
Με τέτοια αλλόκοτα φεγγάρια ζούμε
Αντί για ψόφια έπιπλα!
Ψάθινα χαλάκια, άσπροι τοίχοι
Και αυτές οι περιφερόμενες
Σφαίρες αέρα, κόκκινες, πράσινες,
Ικανοποιώντας
Την καρδιά σαν ευχές ή σαν ελεύθερα
Παγώνια που ευλογούν
Το πάτωμα με ένα φτερό
Στολισμένο με στρασάκια.
Ο μικρός σου
Αδελφός κάνει
Το μπαλόνι του να τσιρίζει σαν γάτα.
Φαίνεται θέλει να δει
‘Έναν αστείο ροζ κόσμο που θα μπορούσε να φάει στην άλλη του πλευρά.
Δαγκώνει,
Μετά κάθεται
Πίσω,  σαν βαριά κανάτα
Πίσω,  σαν βαριά κανάτα
Αναλογιζόμενος έναν κόσμο καθάριο σαν νερό
‘Ένα κόκκινο
Κουρελάκι στη μικρή του γροθιά.

Αναζητώντας διαρκώς τη Σύλβια Πλαθ

dimart

“One Life: Sylvia Plath”. Μια έκθεση στην Ουάσινγκτον με πίνακες, σχέδια και αντικείμενά της, που φωτίζουν καλύτερα τις σκιές της.

—της Ειρήνης Βεργοπούλου—

Πενήντα και βάλε χρόνια μετά την αυτοκτονία της, στην εξαιρετικά νεαρή ηλικία των 31 ετών, η ποίηση, τα γραπτά, η ζωή αυτή καθ’ εαυτή της ιδιοφυούς αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ (1932-1963) συνεχίζει να συναρπάζει, να γοητεύει, να δημιουργεί απορίες αλλά και να αποκωδικοποιείται από τους ερευνητές της σύγχρονης λογοτεχνίας. Οι δεκαετίες που περνούν καθιστούν το έργο της όλο και πιο έγκυρο, και πιο αναγνωρισμένο, ως αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης της αγγλόφωνης γραφής στον 20ό αιώνα, και σαφώς ανθεκτικό στο πέρασμα των ετών. Η Πλαθ έγραφε –με έναν τρόπο που και σήμερα είναι αξιανάγνωστος και σύγχρονος– για να εκφράσει και να καταπολεμήσει τους προσωπικούς της δαίμονες, καταθέτοντας, επιπλέον, με τρυφερότητα την καθημερινότητά της, με μια ευρηματικότητα που καταδείκνυε ένα ρωμαλέο πρωτογενές ταλέντο. Ποτέ δεν θα μάθουμε πόσα ακόμα…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 532 επιπλέον λέξεις

Seamus Heaney , «Summer 1969»

‘Summer 1969’ 

Seamus Heaney (1939-2013)


μετάφραση : Ειρήνη Βεργοπούλου.


[ Ένα ποίημα του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή, εμπνευσμένο
από τις μεγάλες αναταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία το καλοκαίρι του
1969, όταν συγκρούστηκαν οι Καθολικοί με τους Προτεστάντες, και αυτός
ήταν μακριά, παρακολουθώντας θλιμμένος τις εξελίξεις στη Μαδρίτη.
Έβρισκε καταφυγή στο Μουσείο του Πράδο, όπου ιδιαίτερα τον έλκυαν οι
Ζωγραφιές του Γκόγια, και κυρίως η ‘Τρίτη του Μαίου’.]

Πρώτη δημοσίευση  της μετάφρασης :

http://varelaki.blogspot.gr/2016/06/notationes-ka-2016_14.html

 

 

thumbnail_heaney-74488179_52711c

 

 

Ενώ η Χωροφυλακή προστάτευε τον όχλο
Πυροβολώντας στην περιοχή Falls, εγώ το μόνο που υπέφερα
Ήταν ο μαινόμενος ήλιος της Μαδρίτης.
Κάθε απόγευμα, μέσα στη σαν σε χύτρα ζέστη
Του διαμερίσματος, καθώς ίδρωνα να βγάλω το δρόμο
Της ζωής του Τζόυς, και μπόχα από την ψαραγορά
Αναδυόταν, όπως η βρώμα από το λιναροπήγαδο.
Τη νύχτα στο μπαλκόνι, κόκκινα βάμματα κρασιού,
Μια αίσθηση παιδιών στις σκοτεινές γωνίες τους,
Γριές γυναίκες με μαύρα σάλια στα ανοιχτά παράθυρα,
Ο αέρας ένα φαράγγι με τον ποταμό των Ισπανικών να ρέει μέσα του.
Μιλούσαμε σε όλο το δρόμο γυρνώντας σπίτι μέσα από ξάστερες πεδιάδες
‘Οπου το χαρακτηριστικό δέρμα της Εθνοφρουράς
Γυάλιζε σαν τις κοιλιές των ψαριών στα βρωμερά από λινάρι νερά.
»Γύρνα πίσω», ένας μου είπε, »προσπάθησε να αγγίξεις τους ανθρώπους»
΄Ενας άλλος φαντάστηκε τον Λόρκα να κατεβαίνει από τον λόφο του.
Παρακολουθούσαμε υπομονετικά για αριθμούς νεκρών και ρεπορτάζ για ταυρομαχίες.
Στην τηλεόραση, διασημότητες
Ερχόντουσαν από εκεί που όντως συνέβαιναν τα πράγματα.

 

Eγώ κατέφυγα στη δροσιά του Πράδο. Του Γκόγια οι ‘Πυροβολισμοί της 3ης Μαίου’
Κάλυπταν έναν τοίχο -τα σηκωμένα χέρια
Και ο σπασμός του αντάρτη, οι κρανιοφόροι
Με τα σακίδια στην πλάτη στρατιώτες, το αποτελεσματικό
Γάζωμα του αποσπάσματος. Στο επόμενο δωμάτιο,
Οι εφιάλτες του, μπολιασμένοι στον τοίχο του παλατιού, –
Μαύροι Κυκλώνες, ορμούν, ξεσπούν. Ο Κρόνος
Κοσμημένος με το αίμα των ολόδικών του παιδιών
Το Γιγάντιο Χάος στρέφοντας τους κτηνώδεις γοφούς του
Στον κόσμο. Και ακόμα, εκείνος ο τσακωμός
‘Οπου δυο αλλόφρονες βαράν ο ένας τον άλλο μέχρι θανάτου
Για την τιμή τους, χωμένοι μέχρι τα γόνατα στις λάσπες, βουλιάζοντας.
Ζωγράφιζε με τις γροθιές του και τους αγκώνες του, κυματίζοντας
Την ματωμένη κάπα της καρδιάς του καθώς η ιστορία ορμούσε.

 

 

1280px-El_Tres_de_Mayo,_by_Francisco_de_Goya,_from_Prado_thin_black_margin

 

While the Constabulary covered the mob
Firing into the Falls, I was suffering
Only the bullying sun of Madrid.
Each afternoon, in the casserole heat
Of the flat, as I sweated my way through
The life of Joyce, stinks from the fishmarket
Rose like the reek off a flax-dam.
At night on the balcony, gules of wine,
A sense of children in their dark corners,
Old women in black shawls near open windows,
The air a canyon rivering in Spanish.

We talked our way home over starlit plains
Where patent leather of the Guardia Civil
Gleamed like fish-bellies in flax-poisoned waters.
‘Go back,’ one said, ‘try to touch the people.’
Another conjured Lorca from his hill.
We sat through death-counts and bullfight reports
On the television, celebrities
Arrived from where the real thing still happened.

I retreated to the cool of the Prado.
Goya’s ‘Shootings of the Third of May’
Covered a wall—the thrown-up arms
And spasm of the rebel, the helmeted
And knapsacked military, the efficient
Rake of the fusillade. In the next room,
His nightmares, grafted to the palace wall—
Dark cyclones, hosting, breaking; Saturn
Jewelled in the blood of his own children,
Gigantic Chaos turning his brute hips
Over the world. Also, that holmgang
Where two berserks club each other to death
For honour’s sake, greaved in a bog, and sinking.
He painted with his fists and elbows, flourished
The stained cape of his heart as history charged.

Constantine P. Cavafy: Poems in English

Manolis

Konstantinoupolis (1863 – 1933)
The English versions of Cavafy’s poems are taken from
Constantine P. Cavafy – Poems by Manolis
(Libros Libertad, Surrey 2008).

View ‘Constantine P. Cavafy: Biographical Note’
View these poems in Greek original

1. Voices
2. Candles
3. Thermopylae
4. Waiting For The Barbarians
5. The City
6. Ithaca
7. As Much As You Can
Translator’s Note

VOICES

Ideal and beloved voices
of the dead or those who
for us are lost like the dead.

At times they talk in our dreams;
at times our minds hear them when in thought.

And with their sound, for a moment, echoes
return from the first poetry of our lives—
like distant music, at night, that slowly fades away.

CANDLES

The days of the future stand in front of us
like a line of lit candles—
golden, warm, and lively little candles.

The days of the past remain behind,

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.311 επιπλέον λέξεις

«Κατόπιν Αιφνιδιασμού» , της Αθηνάς Τιτάκη : μια προσέγγισή μου.

10414489_725644247513019_8933586119870618970_n

[ η παρακάτω εισήγησή μου έλαβε χώρα στις 17 Οκτωβρίου 2014, στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Αθηνάς, ‘Κατόπιν Αιφνιδιασμού’, εκδόσεις Μανδραγόρας 2014, στο κέντρο ‘Ακορντεόν΄ στου Ψυρρή.]

Την Αθηνά την γνώρισα μέσα από την ίδια ευτυχή συγκυρία που πάνω από δυο χρόνια τώρα μας έχει φέρει κοντά τα μέλη της διαδικτυακής ομάδας CRAFT στο Facebook. Μέσα από το γόνιμο και φιλικό κλίμα της καθημερινής εκεί επαφής, μας δόθηκε και μας δίνεται όλον αυτόν τον καιρό η ευκαιρία να εκφραστούμε, και να μοιραστούμε στην αγκαλιά αυτής της ομάδας, αλλά και στους προσωπικούς μας τοίχους επίσης, καθώς το μέσο προσφέρει αυτές ακριβώς τις δυνατότητες, αυτό που ο καθένας μας έχει επιθυμία, ίσως και ανάγκη, δημιουργική ανάγκη, να καταθέσει. Το Facebook, με τον τρόπο που είναι τεχνικά δομημένο, έφερε επανάσταση (πραγματικά πιστεύω μπορεί να εφαρμοστεί εδώ μια χαρά ο πολυχρησιμοποιημένος όρος) στις ευκαιρίες έκφρασης του σύγχρονου ανθρώπου, και ανοίγει και ‘παράθυρα’, και ορίζοντες στους χρήστες ,να μοιραστούν, και γιατί όχι, να απολαύσουν, την πνευματική κατάθεση της έμπνευσης νέων δημιουργών, στην πορεία για το φτιάξιμο και την οριοθέτηση μιας τρέχουσας καινούργιας πρότασης σε όλους τους τομείς. Θαρραλέα ύστερα θα σταθεί ετούτη η έκφραση απέναντι στα μελλούμενα, διεκδικώντας επί ίσοις όροις και τίμια το αν θα αντέξει στο χρόνο, πράγμα που θα φανεί καιρό μετά.

Η Αθηνά Τιτάκη είναι ποιήτρια, καταθέτει από την ψυχή της ποίηση.
Γράφει με φαντασία, και με ρώμη, και με πλεξίματα νοημάτων και εικόνων και λόγων, που αποτυπώνουν σύνθετα συναισθήματα, και με τόλμη έκφρασης, που αναζητεί και διεκδικεί το μοίρασμα, την εις βάθος συμμετοχή του αναγνώστη, που πρέπει να ψάξει μέσα του και με δική του τόλμη για να αναγνωρίσει στις προσωπικές ιχνηλασίες της Αθηνάς, και τα δικά του βήματα.
Όταν θα ανατρέχουν οι μελλοντικοί αναγνώστες της , όπως και οι σημερινοί της, στα γραπτά της, θα υφίσταται και τότε το ίδιο κέντρισμα του νου.
Μου έχει δοθεί απόψε μια ευκαιρία, και μια χαρά, και την ευχαριστώ για αυτό, να μιλήσω για το τι αφήνει μέσα στο δικό μου νου αυτή η γραφή, που την έχω αγαπήσει μέσα από την συστηματική της παρουσία πολλούς μήνες τώρα (σημειωτέον ότι η Αθηνά είναι πολυγραφότατη, και εδώ στη συλλογή είναι πολύ λίγα από τα πολλά και καλά ποιήματα που έχει γράψει). Πιο συγκεκριμένα, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τον τρόπο σκέψης της, κάνοντας την προσωπική μου ανάγνωση στην πρώτη της συλλογή, με τον κατάλληλο όντως τίτλο ‘Κατόπιν Αιφνιδιασμού’, η οποία εκδόθηκε το Γενάρη φέτος, από το Μανδραγόρα.

Η συλλογή αποτελείται από 34 ποιήματα. Λειτουργώντας με μια πρώτη αίσθηση, και μετά την καινούργια τους ανάγνωση, γιατί πολλά από αυτά μας ήταν γνωστά από τον τοίχο της ομάδας CRAFT, συγκρατώ τί μου άφησαν σαν αποτύπωμα, διαβάζοντας εκ νέου :
Το νερό, κατ αρχάς: τα διατρέχει ως στοιχείο πολύ συχνά. Θα έλεγε κανείς, αρμόζον για λόγο που γράφεται από γυναίκα, αν και είμαι σαφώς κατά τέτοιου είδους διαχωρισμών στη γραφή. Οι στίχοι γράφονται από ανθρώπους, από ξέχωρα μεταξύ τους άτομα, όχι από φύλα. Μπορούν να ενσωματώνουν εν τούτοις τις αντίστοιχες ανά φύλο εμπειρίες. Το νερό ρέει,σε έναν αριθμό ποιημάτων της Αθηνάς, λειτουργώντας ως τρόπος πλεύσης, φυγής, πορείας, δραπέτευσης.
Στο ομώνυμο δε ποίημα, στη σελίδα 13, στις λίγες αλλά νοηματικά περιεκτικές γραμμές του, εμπεριέχεται ο στοχασμός που διακρίνω να διαπερνά πολλά γραπτά της.στοχασμός πάνω στην περιπέτεια της ζωής, και κυρίως από την θηλυκή οπτική γωνία. Της μάνας που οδηγεί – απελευθερώνει; φυγαδεύει; – τους απογόνους πρώτα, προς άλλες, -ασφαλέστερες; δικαιότερες; -πολιτείες, εκεί που ‘το αλμυρό νερό δεν θάναι καταδίκη’, για να χαράξουν τη δική τους Οδύσσεια. Ενώ η ίδια ύστερα , θα διαβεί το Ρουβίκωνα, θα ανεβεί τον καταρράκτη, γιατί το μοναχικό της ταξίδι πρέπει να πραγματωθεί, με Καβαφικό πείσμα, ίσως για να ανταμώσει με άλλους τολμηρούς, αντισυμβατικούς ταξιδευτές.
Η παρουσία του νερού φανερώνεται πάλι και στο ‘Με τέχνη’, σελίδα 19, και στην ‘Ιχνηλασία’, σελ 23, και στο ‘Αγωνίας συνέχεια’ σελίδα 26, ακόμα και στο τέλος του σχεδόν εξωτικού ‘Bragado’, όπου τα κορίτσια θα [διαπερνούν των απειλητικών νερών τη διάφανη μεμβράνη]. Το ύδωρ λοιπόν, σαρωτικό; φοβιστικό; ανακουφιστικό; εξαγνιστικό; Αέναα να συντηρεί και να θρέφει και να σαρώνει λοιπόν, μέσα και έξω από τη μήτρα.
Μια άλλη κεντρική ιδέα που διατρέχει τα κομμάτια της συλλογής είναι αυτή της μάσκας, των προσωπείων, του καμουφλαρίσματος,που κατ ανάγκην τις περισσότερες φορές φοριούνται. Στο διακριτικά σαρκαστικό ‘Κι όμως’ της σελίδας 12, η ηρωίδα είναι [συλλέκτρια εαυτών] και ταυτοτήτων. Η καταληκτική φράση, που απασφαλίζει τις κρυμμένες, υπαινικτικές έννοιες, όπως και εκείνη στο ‘Από την κερκίδα’ που ανοίγει τη συλλογή, μας μιλά για μια απάτη, μια [κοινή απάτη], που τη μοιράζονται ενσυνείδητα οι θεατές και πρωταγωνιστές του αλλόκοτου τσίρκου της ‘Κερκίδας’ : [ Η παράσταση σε λίγο θα αρχίσει κι όλοι θα πρέπει να κάνουν πως γελάνε].
Στην ‘Ιχνηλασία’ η αφηγήτρια στέκει ακίνητη και καμουφλαρισμένη, για να αποφύγει τους εισβολείς. Ποιους άραγε, ποιοι είναι οι εισβολείς; Οι ρόλοι μπερδεύουν, οι ηθοποιοί αλλάζουν κουστούμια ανάμεσα στις στροφές. Σκοπός πάντα, η επιβίωση.
Πολύ συχνή η παρουσία και η θεματολογία του τσίρκου επίσης. ‘Ηδη στο πρώτο ποίημα, το ‘Απ την κερκίδα’, έχουμε αυτό το ανατρεπτικό σκηνικό, με τον [σχοινοβάτη δίχως πόδια], τα [λιοντάρια δίχως χαίτη], τους αόμματους ζογκλέρ, τις στείρες μανάδες.
Λεκτικοί συνδυασμοί-έκπληξη, επίτηδες, που ταρακουνούν τον αναγνώστη, σε έναν αυτοσαρκασμό που ένοχα μοιράζεται. Το στοιχείο του τσίρκου υπάρχει και στον ‘Αγέλαστο Jack’, σελίδα 21, πάλι με το παραδοξολογικό ύφος του [κλόουν που δε χαμογελάει] και που θα [διεκδικήσει το σπίτι μας για ιδιοκατοίκηση] , όσο και στον ‘Ακροβάτη’ της σελίδας 43, που τελεί μια πορεία και αυτός, σχοινοβατώντας, αλλά και με την επιλογή της ελεύθερης βούλησης στο τέλος, αποκλειστικά σε στέρεο έδαφος.
‘Όλα δύσκολα λοιπόν, στο Κατόπιν Αιφνιδιασμού, όλα είναι ριψοκίνδυνα, ένας διαρκής αγώνας δίνει το στίγμα του με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο σε όλα τα 34 λιτού και συμπυκνωμένου ύφους, ποιήματα, με φανερά και κρυφά όπλα και σκληρές ισορροπίες, και όλα ετούτα διαπερνούν την κεντρική ιδέα της συλλογής. Γιατί άλλωστε, δύσκολη είναι η ίδια η ύπαρξη, κάτι που γνωρίζουν οι έχοντες ενηλικιωθεί.

Και ο έρωτας; Αυτός , που είναι;
Αυτός λοιπόν είναι επίσης εδώ, κάπως σκιασμένα, μέσα σε ένα όνειρο εξωτικό, στις όχθες του Solado, στο εξωτικό Bragado, που έχει πανηγύρι, και επιτέλους δεν θα σχοινοβατήσουμε εκεί, αλλά θα χορέψουμε μιλόνγκες, σε τρυφερά χορτάρια. ‘Η, μπορεί και αυτός να είναι σκληρός, και τραγικός, όπως συχνά λοιπόν η ζωή, και να πρέπει να εξορκιστεί με ένα ταπεινό ευρώ στο χέρι μιας τσιγγάνας , στο ‘Γυάλινη’ σελίδα 38.
Θα ήθελα να τελειώσω στο αγαπημένο μου ποίημα της συλλογής, που είναι το ‘Τσαντόρ’,της σελίδας 42.Αυτή η γυναίκα, είναι τόσο τραγική, τόσο αληθινή και σιμά μας, και ας μοιάζει υποτίθεται υπερβολικά ξένη. Μια ύπαρξη μέσα στη σκληράδα, που λαχταρά να ξεφύγει, με ο τι όπλα κουκουλωμένα διαθέτει. Μια αγωνία εις το διηνεκές του ανθρώπου, επι της ουσίας. Και πώς επιβιώνει; Με τον καλύτερο τρόπο : Με το ψέμα και με το ποίημα. Αυτά, ίσως την απελευθερώσουν.

Ειρήνη Βεργοπούλου, Οκτώβριος 2014.

Daddy

Daddy.

Post Navigation