[ Ένα ποίημα του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή, εμπνευσμένο από τις μεγάλες αναταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία το καλοκαίρι του 1969, όταν συγκρούστηκαν οι Καθολικοί με τους Προτεστάντες, και αυτός ήταν μακριά, παρακολουθώντας θλιμμένος τις εξελίξεις στη Μαδρίτη. Έβρισκε καταφυγή στο Μουσείο του Πράδο, όπου ιδιαίτερα τον έλκυαν οι Ζωγραφιές του Γκόγια, και κυρίως η ‘Τρίτη του Μαίου’.]
Ενώ η Χωροφυλακή προστάτευε τον όχλο
Πυροβολώντας στην περιοχή Falls, εγώ το μόνο που υπέφερα
Ήταν ο μαινόμενος ήλιος της Μαδρίτης.
Κάθε απόγευμα, μέσα στη σαν σε χύτρα ζέστη
Του διαμερίσματος, καθώς ίδρωνα να βγάλω το δρόμο
Της ζωής του Τζόυς, και μπόχα από την ψαραγορά
Αναδυόταν, όπως η βρώμα από το λιναροπήγαδο.
Τη νύχτα στο μπαλκόνι, κόκκινα βάμματα κρασιού,
Μια αίσθηση παιδιών στις σκοτεινές γωνίες τους,
Γριές γυναίκες με μαύρα σάλια στα ανοιχτά παράθυρα, Ο αέρας ένα φαράγγι…
Με ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον, που έγραψε από κάτι για τα πάντα στην ανθρώπινη ύπαρξη,
και σε απόδοση στα ελληνικά δική μου.
-πάντα με κάποιο ρίσκο, όταν είναι να αποδώσεις τον ιδιοφυή λόγο της.
[*Ο πίνακας είναι του Charles Daniel Ward, Βρετανού, (1872-1935) : «The Progress of Spring», 1905, μουσείο Dahesh, Νέα Υόρκη.]
A LITTLE madness in the Spring
Is wholesome even for the King,
But God be with the Clown,
Who ponders this tremendous scene—
This whole experiment of green,
As if it were his own!
Την ‘Ανοιξη η τρέλα ολίγον
είναι ακόμα και για τον βασιλιά επείγον,
Μα ο Θεός με τον Κλόουν να σταθεί
Που το τεράστιο ετούτο ζυγιάζει σκηνικό-
Αυτό όλο το πράσινο το πειραματικό,
…..είπε ο Σάντσο Πάντσα, μια φορά κάποτε, στον γαϊδουράκο του, κάπου στον «Δον Κιχώτη».
Εδώ, κάποια χέρια με ενσυναίσθηση (και) για τα πτηνά του ουρανού, είχαν αφήσει λίγα αντίδωρα στο παραθύρι του Αγίου Κωνσταντίνου στη γειτονιά μου, τι προάλλες.
Εύχομαι τα μικρά αντίδωρα να τράβηξαν σαν σπόγγοι τις θλίψεις από ολούθε.
Να τολμήσω να γράψω καλό 2023, καλή χρονιά; Ας το τολμήσω λοιπόν.
Πολύ γρήγορα λήγει το νοίκι του καλοκαιριού, που λέει στο Σοννέτο 18 ο Σαίξπηρ, και άλλωστε είναι το καλοκαίρι ένας τσαρλατάνος, που λέει και ο Φιτζέραλντ.
Πολλά ευχαριστώ στον φίλτατο ποιητή, ανθολόγο ποίησης και συνάδελφο καθηγητή Αγγλικών Στρατή Φάβρο, που συμπεριέλαβε το από δεακετίας σχεδόν ποίημα μου πάνω στο πορτραίτο και στη ζωή της Άννας Μπόλεϋν, στα έργα και στους δημουργούς που ανθολογούνται αυτόν τον καιρό στην εξαιρετική ομάδα του στο Facebook «Η Ποίηση ως Αισθητική Ηθική» !
Το ξαναείδα το βράδυ της Τετάρτης, στο «Όασις» στο Παγκράτι, αφού αυτές τις ημέρες προβάλλεται στην Αθήνα σε καινούργια, επεξεργασμένη ψηφιακά εκδοχή. Και από τότε δεν μπορώ να «συνέλθω», που λέει ο λόγος. Ίσως ο κινηματογράφος του Αντονιόνι είναι κάτι που εγγράφεται πολύ έντονα στην ψυχή μου, ο τι και αν είχε μάστορας εκείνος σκηνοθετήσει. Ημέρες τώρα, δεν μπορώ ακόμα να αποδράσω διανοητικά από τις εικόνες του, δεν μπορώ να σταματήσω να αποπειρώμαι να ερμηνεύσω τα νοήματα του. Διαβάζω τις κριτικές που γράφονται τώρα, και εκείνες που γράφτηκαν τα προηγούμενα χρόνια, και εκείνες στα αρχεία των ιστοσελίδων, τις ορίτζιναλ, αυτές που γράφτηκαν με το που πρωτοπαίχτηκε σε Αγγλία και Αμερική, το 1967. Κάθε κριτική, τότε και τώρα, είναι μια τροποποιημένη ερμηνεία και προσέγγιση: γιατί τέτοιο είναι το παλίμψηστο των ιδεών του μεγαλοφυούς Ιταλού. Και με την εξαίρεση ότι κάποιοι του είχαν προσάψει ότι έχει έναν «διδακτισμό» σε μερικά σημεία, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πνοή της σύλληψης και την καλλιτεχνική εκτέλεση.
Έχω φτιάξει πλέον μια συλλογή από frames του, έναν ψηφιακό φάκελο στον υπολογιστή μου και στο Pinterest όπου αποθηκεύω τις σκηνές του.
Τι να πρωτοαναφέρω. Την άριστη επιλογή των ηθοποιών για τους ρόλους, με τον (μακαρίτη δυστυχώς) Ντέηβιντ Χέμινγκς στον βασικό , ένας πρωταγωνιστής – χερουβείμ και δαιμονισμένο πνεύμα των 60ς συνάμα; Την αγαλματώδη, εκπάγλου καλλονής τότε Βανέσσα Ρεντγκρέηβ με το μυθικό καρέ πουκάμισο, την μίνι φούστα πάνω από τα δίμετρα πόδια και το υπνωτικό προς το θεατή βλέμμα όταν κοιτά το φακό του ήρωα και εμάς; Το 20χρονο αερικό των 60ς Τζέην Μπίρκιν; Το κινούμενο μνημείο του μόντελινγκ Βερούσκα; Τον Τζεφ Μπεκ και τον Τζίμμυ Πέητζ επί σκηνής, στην σεκάνς της συναυλίας με τους Γιαρντμπερντς;
Και άλλους, και άλλες φυσιογνωμίες και icons ως frames του σινεμά πια, να υπο-στηρίζουν μια εξόχως σημειολογική και αλληγορική υπόθεση , που περικλείει : από την αναφορά στο φιλμ Ζαπρούντερ της δολοφονίας Κέννεντι, μέχρι υπονοούμενα για πολιτικά σκάνδαλα ( Προφιούμο) , τις ιδεοληψίες και το μεγαλείο του αληθινού καλλιτέχνη, την αξία των αντικειμένων εντός και εκτός του πλαισίου τους και πώς γίνονται αυτά φετίχ, τις αλλεπάλληλες και απατηλές στρώσεις της πραγματικότητας -που είναι και το main theme-, το αστυνομικό μυστήριο που όμως σκόπιμα ποτέ δεν επιλύεται και έτσι δεν επέρχεται η «κάθαρσις», το time capsule και η αποθέωση του Λονδίνου των 60ς αλλά και η ταυτόχρονη αποκαθήλωση του.
[*Αν θυμάσαι τι έκανες στο Λονδίνο στα 60ς, δεν ήσουν τότε εκεί, λέει ένα ρητό ].
Εντάξει, υποκλινόμαστε και πάλι στο νου εκείνο που γέννησε η Ιταλία και που είχε το γήινο όνομα Μικελάντζελο ( *μοιραίο όμως όντως το μικρό του ) Αντονιόνι. Ακόμα τον αποκωδικοποιούν. Και, όπως έγραψε κάποιος Αμερικανός κριτικός στις ημέρες της πρώτης προβολής του φιλμ, τα κάποια λίγα ελαττώματα της ταινίας απλά προσθέτουν στην γοητεία της.
Ένα τεράστιο κοχύλι θαλασσινό, που από δεκαετίες κρατάμε προσαραγμένο στη βεράντα μας, αλειμμένο με το χιόνι σήμερα το πρωί. Και μια φράση του Τζων Στάινμπεκ που επίσης σήμερα ανακάλυψα, σε δική μου απόδοση : «Τι θα ήταν η ζέστα του καλοκαιριού, χωρίς το κρύο του χειμώνα για να της δίνει γλύκα».
Χιόνι: αναγκαίο, πικρό, αθώο για τα λάθη άλλων, εξαγνιστικό. Υπομονή Ελλάδα, παντού
“What good is the warmth of summer, without the cold of winter to give it sweetness.” ― John Steinbeck, Travels with Charley: In Search of America.
Σε πείσμα κάθε αντιξοότητας, στεναχώριας, αγωνίας και περίσκεψης, οι τελευταίες ώρες ενός ταλαίπωρου έτους αξίζουν και επιβάλλουν στην καρδιά μας να πάλλεται με σφρίγος, μπροστά στο ξημέρωμα ενός νέου χρόνου, και να μην τον φοβάται, αλλά να προσδοκά και να διεκδικεί τα αρμόζοντα από αυτόν.Ευχές λοιπόν σε όλους τους φίλους και τις οικογένειες τους για Υγεία, το μέγιστο των αγαθών, το πρώτο και καλύτερο. Και ακόμα, αγάπη, ανθρωπιά, ενσυναίσθηση, λογική, ανεκτικότητα, προκοπή, συμπόρευση με τον πλησίον και προσοχή για τον πλανήτη. Η Ιστορία άλλωστε ποτέ δεν προχώρησε όταν οι άνθρωποι δεν πίστευαν σε αυτά.
Καλή μας χρονιά, ένα καλό 2022 να έχουμε!
* πίνακας: «Παιδική Συναυλία», Γιώργος Ιακωβίδης, 1900, Εθνική Πινακοθήκη.
«Χειμερινή σκηνή με παγοδρόμους κοντά σε ένα κάστρο».
Ελαιογραφία σε βελανιδιά, σε στρογγυλό σχήμα, από τον Ολλανδό ζωγράφο Χέντρικ Άβερκαμπ, έτος δημιουργίας 1608, τώρα στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου.
Παγοδρόμοι πάνω στον πάγο διασκεδάζουν, αλλά υπάρχουν και άλλα πρόσωπα και πλάσματα μέσα στον πίνακα, που προσπαθούν με κόπο και σκληρότητα, απλά να επιβιώσουν. Τις χρονιές εκείνες είχε ενσκήψει μια «μικρή εποχή παγετώνων» στην Ευρώπη, με δριμύ ψύχος.
Θα περάσει και αυτό, το τωρινό μας «ψύχος». Υπομονή και προσοχή.
Καλό μας Δεκέμβρη, με υγεία! Καλές να είναι οι γιορτές, με όλους τους αγαπημένους μας παρόντες!
Τα δένδρα του ιδιοφυούς Έγκον Σίλε (1890-1918, απεβίωσε στην επιδημία της ισπανικής γρίπης στην ηλικία των 28 ετών , έχοντας συναρπάσει για πάντα τον κόσμο της ζωγραφικής), μας θωρούν αμίλητα , από το 1917 οπότε και τα ζωγράφισε. Χάλκινα σε χρώμα, πολύμορφα, φθινοπωρινά, σχεδόν με ανθρώπινα μέλη και ίσως και αισθήσεις. Ένας ήλιος στο κέντρο του πίνακα παραπέμπει και σε φλέγουσα ίριδα, νομίζω.Έναν αιώνα και βάλε μετά, μας λείπουν αενάως οι απαραίτητες σιωπές του νου ώστε να αφουγκραστούμε σωστά τη Φύση και τους εαυτούς μας μέσα σε αυτήν.Τα χρώματα όμως και το φως επιμένουν να προστάζουν: Καλό μας Σεπτέμβριο, με υγεία και μάχιμο!
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1456
Dj της ημέρας, η Ειρήνη Βεργοπούλου
Κάποτε ήταν μια σειρά αμερικάνικη, από τις ωραίες τους, εκείνης της ωραίας Αμερικής, που πήγαινε μπροστά με τα χίλια και μας υποσχόταν πολλά, παρ’ όλα τα παράπονα που της είχαμε για άλλους πολιτικούς λόγους που συνέτρεχαν παράλληλα.
Ήταν οι Η.Π.Α με τον νέο-κυματικό τους κινηματογράφο του τέλους των 60ς και όλων των 70ς, εκείνον του Κόπολα, του Σκορσέζε, του Άλεν, του Πόλακ, του Λιούμετ, άντε και του Λούκας με τα άστρα του. Ήταν οι Η.Π.Α της Ουάσινγκτον Ποστ, που δοξάστηκε τότε για την ερευνητική δημοσιογραφία της όταν ξεσκέπασε το σκάνδαλο Ουότεργκεϊτ και ανάγκασε τον συντηρητικό Νίξον σε παραίτηση, και της οποίας εφημερίδας οι δημοσιογράφοι έγιναν ήρωες στο λατρεμένο (μας) «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» με τις φυσιογνωμίες των Ρέντφορντ και Χόφμαν. Αμερικάνικη εφημερίδα τότε —χάρτινες πάντα μιλάμε, είμαστε ακόμα σε λίθινη…
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1456
Dj της ημέρας, η Ειρήνη Βεργοπούλου
Κάποτε ήταν μια σειρά αμερικάνικη, από τις ωραίες τους, εκείνης της ωραίας Αμερικής, που πήγαινε μπροστά με τα χίλια και μας υποσχόταν πολλά, παρ’ όλα τα παράπονα που της είχαμε για άλλους πολιτικούς λόγους που συνέτρεχαν παράλληλα.
Ήταν οι Η.Π.Α με τον νέο-κυματικό τους κινηματογράφο του τέλους των 60ς και όλων των 70ς, εκείνον του Κόπολα, του Σκορσέζε, του Άλεν, του Πόλακ, του Λιούμετ, άντε και του Λούκας με τα άστρα του. Ήταν οι Η.Π.Α της Ουάσινγκτον Ποστ, που δοξάστηκε τότε για την ερευνητική δημοσιογραφία της όταν ξεσκέπασε το σκάνδαλο Ουότεργκεϊτ και ανάγκασε τον συντηρητικό Νίξον σε παραίτηση, και της οποίας εφημερίδας οι δημοσιογράφοι έγιναν ήρωες στο λατρεμένο (μας) «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» με τις φυσιογνωμίες των Ρέντφορντ και Χόφμαν. Αμερικάνικη εφημερίδα τότε —χάρτινες πάντα μιλάμε, είμαστε ακόμα σε λίθινη περίπου εποχή— σήμαινε στο μυαλό πολλών ρομαντικών ευρωπαίων εδώ ελεύθερη δημοσιογραφία, τολμηροί, ωραίοι τύποι, απόγονοι εκείνων της θεατρικής «Πρώτης Σελίδας» του 1928 ή του ερευνητή που σκαλίζει τη ζωή του «Πολίτη Κέιν» στην αντίστοιχη ταινία του 1941. Ακόμα, σήμαινε μεγάλες κυκλοφορίες, απήχηση στο κοινό που μετρούσε. Φαντασίωση ίσως; Μισή αλήθεια; Γοητευτική όμως.
Για την τιβί τους αντίστοιχα, στο σινεμά φτιαχνόντουσαν αριστουργηματικά σενάρια όπως αυτό του «Το Δίκτυο», που στα 1977 μιλούσε διαυγέστατα για πράγματα που στην Ελλάδα π.χ. ήρθαν 25 χρόνια μετά.
Τω καιρώ εκείνω, τέλος πάντων, ξεκίνησε να παίζεται μια ευφυής, ευγενής, γεμάτη συναίσθημα και σπιρτάδα συμπαθέστατη σειρά, με ήρωα έναν αρχισυντάκτη σε εφημερίδα του Λος Άντζελες, ο οποίος λεγόταν Λου Γκραντ. Η εφημερίδα λεγόταν Λος Άντζελες Τρίμπιουν και στην πραγματικότητα ήταν έμμεση αναφορά στη δημοσιογραφική εγκυρότητα και τιμιότητα που εθεωρείτο ότι είχε η Ουάσινγκτον Ποστ. Στη σειρά, η εφημερίδα είχε γυναίκα διευθύντρια , όπως συνέβαινε και στην πραγματική Ποστ, που είχε την Κάθριν Γκράχαμ στα ηνία.
Η σειρά παίχτηκε για πέντε σεζόν, όταν «σεζόν» στην τι βι ήταν κανονικός χρόνος, όχι κάποιος αριθμός επεισοδίων, όπως γίνεται στις πλατφόρμες τώρα. Ο τηλεοπτικός λοιπόν «Λου Γκραντ» εργαζόταν στην φανταστική Λος Άντζελες Τρίμπιουν από 1977 έως 1982, και παίχτηκε και στην ελληνική τηλεόραση μαυρόασπρος αρχικά και ύστερα έγχρωμος, αλλά μετά πέρασε φοβάμαι στη λήθη. Δεν γνωρίζω αν την έβλεπαν τη σειρά και αν τη θυμούνται Έλληνες θεατές σήμερα. Ίσως είχε μια αφέλεια, παρ’ όλη την εξυπνάδα του σεναρίου και την πετυχημένη σκιαγράφηση χαρακτήρων, που θαρρώ αντανακλούσαν συγκεκριμένους κοινωνικούς τύπους (διττή έννοια) της εποχής και σύμφωνα με το zeitgeist της. Όπως π.χ. η νεαρή μαχόμενη φεμινίστρια συντάκτης που δεν θέλει αρχικά ποτέ να παντρευτεί, η ακριβοδίκαιη αρχοντική ιδιοκτήτρια παλαιάς κοπής, ή ο χίπι διανοούμενος φωτογράφος. Έχω δει επεισόδια στο youtube, που μου φέρνουν όμως ένα γλυκόπικρο χαμόγελο: διότι αρκετά διαφορετικά εξελίχθηκαν τα πράγματα στις επόμενες δεκαετίες. Τα 80ς ερχόντουσαν καλπάζοντας, τα πρότυπα έγιναν τελικά άλλα, οι άνθρωποι έγιναν λιγότερο γλυκείς να το πω, τα είδωλα της μικρής οθόνης έγιναν συχνά αυτοί που ο Λου ίσως δεν θα τους έκανε παρέα. Άλλα θέματα ωστόσο πήγαν βέβαια και καλύτερα, κατά περίπτωση . Έχει πλάκα π.χ. και είναι δημοφιλές στο youtube ένα επεισόδιο από το 1982, όπου ο Λου κοιτάει πολύ απορημένος τον πρώτο υπολογιστή όπου θα γράφονται πλέον τα άρθρα.
Τον θυμήθηκα τον Λου και το επιτελείο του αυτές τις ημέρες που οι Νιου Γιορκ Τάιμς έγραψαν ιστορία με το μνημειώδες εξώφυλλο με τα ονόματα και το σύντομο «βιογραφικό» των νεκρών από Covid-19.
Τους Νιου Γιορκ Τάιμς, προ διαδικτύου, τους αγόραζες από περίπτερο στην Ομόνοια, όπως έκανε συχνά ο πατέρας μου, ή τους διάβαζες δωρεάν μαζί άλλα συναρπαστικά αμερικανικά περιοδικά και εφημερίδες —που μας φαινόντουσαν ότι ερχόντουσαν από άλλο γαλαξία— στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, όπου χανόμουν με τις ώρες όταν σπούδαζα και είχα χρόνο. Τον θυμήθηκα τον Λου με όλη αυτή τη συζήτηση για τα fake news, που είναι από τα μείζονα ζητήματα και γρίφους για τον σύγχρονο κόσμο. Σε άυλη μορφή πια τα νέα, τα όποια νέα, πολύ λιγότερο σε χαρτί. Και μου έρχεται αυτό το ωραίο σήμα έναρξης στο μυαλό, από τη σειρά. Που ξεκινάει με το πουλάκι που κελαηδά στο δένδρο, τη μπουλντόζα που κόβει το δέντρο, το ξύλο που περνάει από επεξεργασία ώστε να μετατραπεί σε χαρτί, το χαρτί που μέσα από τους κυλίνδρους γίνεται εφημερίδα, και η σελίδα της εφημερίδας που γίνεται τελικά ο προστατευτικός πάτος σε ένα κλουβί πουλιού σε ένα σπίτι όπου ο νοικοκύρης διαβάζει την εφημερίδα του.
Και ύστερα μου λες, γιατί να θυμόμαστε σήμερα τον Λου Γκραντ.
Μια φωτογραφία που πριν λίγα λεπτά εντόπισα στην ψηφιακή έκδοση των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Σπασμένη βιτρίνα σε εμπορικό κατάστημα, στην περιοχή Σόχο του Μανχάταν, αποτέλεσμα του ξεσπάσματος βίας που συγκλονίζει τις Η.Π.Α. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις, όπως λένε. Η «κίνηση» της πεσμένης πλαστικής κούκλας, τα μισά, βουβά κεφάλια των άλλων δυο πίσω. Λίγο και σαν κυκλαδικά ειδώλια μου φαίνονται, μα χωρίς τη γαλήνη εκείνων. Τουναντίον. Όχι απλώς άσπρα όλα , αλλά ωχρά, θα λεγες
Κάθε χρόνο, ο Ιούνης γεννιέται ήδη γίγαντας. Οι δικές του ημέρες είναι από την αρχή τεράστιες, ενήλικες, έτοιμες για όλα. Δεν περνάνε από τη μωρουδιακή φάση πρώτα. Ο μήνας αυτός είναι ένας Άτλας, που σηκώνει όλες τις λαχτάρες και επιθυμίες μας που έχουμε για το επερχόμενο καλοκαίρι. Είθε να ανταποκριθεί, με τη συνδρομή και της τύχης. Καλό μας Ιούνη, με υγεία, με φως!
Η καθαρότατη, πάλλευκη, υπομονετικότατη και ανθεκτικότατη πικροδάφνη στον δίπλα δρόμο από το σπίτι μου, δείχνει χρόνια τώρα καρτερία απέναντι στις δυσκολίες των ζωών και στις ιδιοτροπίες των ανθρώπων. Χωρίς άλλο σχολιασμό από μεριάς της, παρά μόνο με το άνθισμα της πάντα τέτοια εποχή.
Για αυτήν, υπάρχουν ακόμα εποχές. Και τις τηρεί, τρεφόμενη από λασπωμένα νερά, και από πελώρια αγάπη για τους συγκατοίκους της στην ίδια γειτονιά, που την προσπερνούν μηχανικά , θεωρώντας την δεδομένη.
Καλημέρα 🌼
Μια εικόνα που μπορεί να είναι ειδυλλιακή, μπορεί και όχι.
Από Αλέκος Σακελλάριος μέχρι Αγγελόπουλος και Ντέηβιντ Λυντς, όλες οι ερμηνείες ανοικτές.
Ένα παρελθόν που μπορεί όντως να υπήρξε ή και να είναι της φαντασίας μας , όχι μόνο των αναμνήσεων μας.
Άνθρωποι και πλάσματα που θα μπορούσαν να είναι και ζωγραφιά του Θεόφιλου.
Ελλήνων Πάσχα, φορτωμένο πολλαπλούς συμβολισμούς , και μεγάλο Κιβώτιο μνήμης: ακόμα και το ιδιαίτερο το φετινό.
Και από ετούτο τον «τοίχο», ετούτο το «μπαλκόνι», Καλό Πάσχα σε όλον τον κόσμο, με αντοχές , αγάπη, υγεία!!
[* φωτό: από το σημερινό αφιέρωμα της Lifo στο Πάσχα της δεκαετίας του ’80 ανά την Ελλάδα]
Έξω είναι Άνοιξη, πλήρης, ατόφια Άνοιξη: με τη θωπευτική της ψύχρα και το μη εύκολα περιγραφόμενο ηλιακό φως. Μέσα στο μεσημέρι του κατ οίκον περιορισμού, με διαύγεια ακούγεται η καμπάνα από μια μακρινή μεγάλη εκκλησία. Τακτικά και τελετουργικά, καλεί τους πιστούς σε μια συλλογική πορεία πίσω από τον επερχόμενο Επιτάφιο. Στο νου μου, βλέπω όλους τους προηγούμενους Επιτάφιους της ζωής μου. Ιδιαίτερους ως τελετουργικό ούτως ή άλλως, αλλά πόσο μάλλον τώρα. Αναμνήσεις μείζονος αξίας.
Με βλέπω στην εκκλησία της γειτονιάς μικρή, κρατώντας εγώ και ο αδερφός μου τα χάρτινα φαναράκια που οχύρωναν το φυτίλι και τη φλόγα, να φοβόμαστε στο τέλος μην πιάσουνε φωτιά – του αδερφού όντως έπιασε μια χρονιά και τρομάξαμε.
Σταθερή αξία αντιθέτως τα καφέ κεριά με το πλαστικό προστατευτικό κυπελάκι σαν σεμεδάκι γύρω από τη φωτίτσα, το οποίο αγκωμαχούσε να τη διατηρήσει ακμαία ενώ πάντα στην τελική το ίδιο έλιωνε.
Ο Επιτάφιος της Μητρόπολης των Αθηνών αργότερα στην πρώτη ενήλικη ζωή, που τον παρακολουθούσαμε γιατί άρεσε πολύ στον πατέρα μου, όλη αυτή η πομπή, με τις επισημότητες, με το καλοντυμένο πλήθος, με αυτήν την αστότητα που δεν στερείτο μέσα μας από ουσία ωστόσο. Αργότερα, οι Επιτάφιοι στην Πλάκα, με τις μεγάλες φιλικές παρέες, ραντεβού δεκαπέντε άτομα μαζί, όλοι διαθέσιμοι τότε χρονικά, να ακολουθούμε διάφορες περιφορές Επιταφίων από πλακιώτικες εκκλησίες, οι οποίες διαδρομές πιστών τέμνονταν μεταξύ τους ασύμμετρα αλλά ενωτικά. Και ύστερα, έπονταν μεζέδες θαλασσινοί και ούζα μέχρι τις μικρές ώρες.
Επιτάφιοι εκτός Αθήνας επίσης , σε μικρά χωριά ή χώρες νησιών, με τους τουρίστες να παρακολουθούν δίπλα μας, να το νιώθουν σαν να συμμετείχαν σε θεατρικό σκηνικό, και με κάποια ενδόμυχη , λίγο ντροπαλή, δική μου περηφάνια για αυτήν την ομορφιά της λαϊκής παράδοσης. Και έπειτα, Επιτάφιοι μέσα στο σπίτι από την τηλεόραση μερικές φορές τα πρόσφατα χρόνια, τα πιο εσωστρεφή, σε κάποιες χρονιές που είχαν δικά τους παράπονα. Όλα πολύτιμα πια, όλα αποκρυσταλλωμένα, σαν ένας νοητός ενοποιημένος Επιτάφιος, με μια διάθεση συνύπαρξης περισσότερο από πριν, με μια λαχτάρα και προσδοκία για το αβέβαιο μετά, που του αναθέτω τόσα, όσα τώρα σκέφτομαι ότι μου λείπουν.
Και μια βασική ευχή για όλους μας: του χρόνου, στην – νοητή ή όχι- περιφορά πάλι όλοι, με υγεία.
[ Μεσημέρι Μεγάλης Παρασκευής, επί εποχής κορονοϊού, 2020]
σκίτσο: από το αφιέρωμα της Lifo στα παραδοσιακά Πάσχα των Ελλήνων, 15/4/2020.
Σαν απλή αναγνώστρια κρίνοντας, και χωρίς την ευρυμάθεια, τα πολλαπλά διαβάσματα και τις γνώσεις ενός συστηματικού κριτικού λογοτεχνίας, θαρρώ πάντως πώς το μυθιστόρημα του Nicolas Sevastakis «Άνθρωπος στη Σκιά» πρέπει να είναι από τα μείζονα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων μερικών ετών. Κυρίως για την τόλμη του να αναφερθεί στα γεγονότα -και στις πληγές- της σχετικά πρόσφατης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας της Ελλάδας, αυτής από τη δεκαετία του ’70 και ύστερα. Αυτό το χρονικό διάστημα, θεωρείται ακόμα «πρόσφατο» για την ελληνική λογοτεχνία η οποία δεν έχει καταγράψει επαρκώς όσα έχουν συμβεί, αλλά μένει ακόμα στην αποτύπωση των πιο πριν και πολύ πιο πριν ιστορικών μας εποχών: επειδή προφανώς για την Ιστορία και τη Λογοτεχνία, τα σαράντα, τα τριάντα, τα είκοσι χρόνια, θεωρούνται πολύ «καινούργια» ακόμα, και με ζητήματα ενεργά, άλυτα, ριψοκίνδυνα στην ανάλυση και αποτίμηση τους. Βεβαίως, ένας αριθμός άλλων βιβλίων σύγχρονων και άξιων Ελλήνων λογοτεχνών έχουν και αυτά τολμήσει στην καινούργια εκδοτική παραγωγή των λίγων τελευταίων χρόνων να αναφερθούν μυθοπλαστικά ή μη, βιωματικά ή μη, στις μέρες από μετά τη Μεταπολίτευση ως το φλέγον «σήμερα» -και αυτό είναι μια κατάκτηση των τωρινών Ελλήνων συγγραφέων. Το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη είναι γραμμένο με άρτιο τρόπο, με μετακινήσεις μπρος-πίσω στα χρονικά διαστήματα της διαδρομής των ηρώων, ζωές που διαπλέκονται αναμεταξύ τους είτε με σχεδιασμό ή από καπρίτσιο της μοίρας. Το «φάντασμα», η «σκιά» λοιπόν, είναι του κεντρικού ήρωα Φάνη Αυγερινού, που ξεκινά ήδη νεκρός στις πρώτες σελίδες. Αλλά στην εξέλιξη, κεφάλαιο με κεφάλαιο, μας παρουσιάζεται όλη η πορεία του βίου του, ζυμωμένη μέσα στα ταραγμένα χρόνια της χούντας, της Μεταπολίτευσης αλλά και μέχρι τα σημερινά, σε ένα επώδυνο και διαρκές αλλά συναρπαστικό φλας μπακ, με εξαιρετικά ρεαλιστικό περίγραμμα των χαρακτήρων, οι οποίοι «αναπνέουν» και ακολουθούν δυναμικά τον αναγνώστη στη διάρκεια της ανάγνωσης. Τον αναγνώστη του 2020, που ζητά και αυτός μια οπτική γωνία, μέσα από το πρίσμα του 21ου αιώνα. Εύγε και ευχαριστούμε.