Ενήλικοι και ευάλωτοι απέναντι στις συνοικίες.
Μια γωνία, ενός κάποιου παραθύρου σε ένα τυχαίο σπίτι ξένων ανθρώπων, με κάνει να δω όλη τη μέρα μου διαφορετικά.
Είναι το κάτω αριστερό άκρο στο παράθυρο, σε μια δίπατη μονοκατοικία, σε έναν ανηφορικό δρόμο στα σωθικά του Βύρωνα.
‘Εχω μόλις κατέβει από το αυτοκίνητό μου, και εστιάζω ξαφνικά στη γωνία, ενώ και αυτή αντίστοιχα παρατηρεί εμένα. Για την ακρίβεια, είναι δυο μάτια που με παρατηρούν, και για αυτό εξάλλου προκάλεσαν την περιέργειά μου. Δυο μάτια με αχνό, θολό βλέμμα, αδύναμο, που όμως κρατά μια λαχτάρα μέσα του. Τη λαχτάρα να μπορούσε να συμμετέχει στη τεκταινόμενα εκεί έξω.
Στα λίγα κλάσματα στιγμών τούτης της ανεπαίσθητα μελαγχολικής αναμέτρησης βλεμμάτων, διακρίνω ίσα ίσα το μισό κεφάλι μιας ηλικιωμένης γυναίκας. ‘Ενα μισό κεφάλι , που ξεπροβάλλει από το άσπρο ξύλινο πλαίσιο ‘Ενα μέτωπο όλο κι όλο βλέπω , τα μαλλιά, και τα μάτια. Το υπόλοιπο σώμα θα βρίσκεται μέσα και κάτω από το παράθυρο, ακουμπισμένη, ακίνητη. Ποιος ξέρει πόσο ακίνητη και για πόσον χρόνο. Πόσον καιρό θα κάθεται να ατενίζει εκεί, με το μισό πρόσωπο, τους περαστικούς και τις περαστικές να περνούν. Με τους οφθαλμούς θαμπωμένους από τον καταρράκτη, αλλά ικανούς ακόμα να φέρουν εντός τους τον πόθο του να μπορούσαν να περιπλανώνται εκεί έξω.
Μου έρχεται ένας αλλόκοτος συνειρμός, ότι αυτή η εικόνα στο ένα τέταρτο του παραθύρου, το τζάμι με το μισό κρανίο είναι σαν τα αριστουργηματικά still lives της Ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αιώνα : μια ακίνητη ζωή, μα χωρίς λουλούδια, φρούτα και γιρλάντες και λιλιά, μια ζωή που ίσως δεν ‘περπάτησε’ και πολύ πέρα από τα συγκεκριμένα τετραγωνικά του μαχαλά.
Ευγνώμων άρα και για την τωρινή, και για τη διαρκή στιγμή που είμαι έξω συμμετέχοντας στην περιδίνηση των πραγμάτων, παίρνω την κατηφορίτσα με τα πόδια.
Οι δουλειές μου με φέρνουν στον Βύρωνα συχνά, και τον έχω αγαπήσει. Οι ανηφόρες του δεν με κουράζουν να τις περπατώ, και τα αρκετά μικρά σπιτάκια που στέκουν παινεσιάρικα ακόμα , και ανακαινισμένα, στεγάζοντας οικογένειες, βγάζουν μια γλύκα με τη λιτότητά τους. ‘Η, έτσι μου φαίνονται εμένα.
‘Εχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να απομνημονεύσω και να θυμάμαι τα ονόματα των οδών, στις περισσότερες συνοικίες από όπου τακτικά περνάω. Να ξεχωρίζω ποιες είναι οι οριζόντιες, ποιες οι κάθετες, με ποια σειρά, να μην μπερδεύω ποιες έχουν ονόματα Πατριαρχών, ποιες επισκόπων, ποιες αγίων και ποιες οσίων. Εξάσκηση μνημονικού καλύτερη από sudokou.
Είναι Κυριακή, μεσημέρι, και στο τέρμα της κατηφόρας, στο ψιλικατζίδικο, οι γείτονες χαιρετιούνται χαλαρά. Μεσήλικες και άνω, νοικοκυρές-μαμάδες, συνταξιούχοι. Κινήσεις αργές. Ο διαθέσιμος χρόνος τους είναι απεριόριστος σχεδόν, και σχεδόν το φθονώ. Με πιάνω να είμαι απρόσμενα όμηρος αυτής της -φαινομενικής έστω- τρυφεράδας και αργότητας. Εντάξει, δεν πειράζει αν η φαντασία για λίγο καλλωπίζει αρκετά την πραγματικότητα. Δεν βλάπτει και ο εσκεμμένος εξωραισμός της σκηνής. ‘Ισως η σκέψη έχει ανάγκη την τρυφεράδα : αρκετά μπρούτα είναι τα πάντα.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια και επί μακρόν, με έβλεπα σαν έγκλειστο , που ήθελε να αποδράσει από τη συνοικία του, από τη χώρα την ίδια. Μας έβλεπα , αρκετούς από μας, σαν δρομείς με φυγόκεντρες τάσεις, όπως είναι ο Δρομέας του Βαρώτσου. Με το γόνατο προτεταμένο, να νομίζει ότι τρέχει, ότι ξεφεύγει, αλλά δεν. Με τη σκόνη των ετών να μαζεύεται στα κομμάτια του, να τον γκριζαίνει, να φοβάσαι ότι θα σπάσουν τα ‘τζάμια’ του από το βάρος, αλλά όχι.
Τελικά έμεινα εδώ, και το αποδέχτηκα. Και οι σκόνες έγιναν θεμέλια, που φτιάχνουν ένα ανθεκτικό κουκούλι, έναν ιστό. Και τελικά ‘επέστρεψα’ ψυχικά στη γειτονιά μου, αγόγγυστα τελικά , και με διάθεση όψιμου προσκυνητή. ‘Αρχισα να ανακαλύπτω, να ψηλαφώ με τα μάτια, να χαρτογραφώ τα σημεία που τα είχα αφήσει σκόπιμα ανεξερεύνητα, ως άγνωστους, αδιάφορους τότε, τόπους. Σημεία δηλαδή που ήταν από ‘αιώνες’ θαρρώ εκεί -πράγμα που για το κέντρο της Αθήνας μπορεί και να ισχύει στην κυριολεξία- και δεν τα έβλεπα . Τους δρόμους και τα συμπλέγματα τους στην περιοχή μου, μόλις πρόσφατα έχω μάθει με λεπτομέρειες ποιοι είναι όλοι και πώς συνδέονται. Που οδηγούν, και τι προσφέρουν.
Η διάθεσή μου έχει γίνει κεντρομόλος. Στις μικρές χαρές, που ούτως ή άλλως τις επιζητώ, έχω προσθέσει τη βόλτα στα μέρη μου. Στο να παρακολουθώ τα παιδιά και τις οικογένειες στην παιδική χαρά, σε μια κόχη πλατείας, που περνούσα συχνά από μπροστά της και δεν την είχα προσέξει ότι είναι εκεί. Στο να χαιρετιζόμαστε όταν συναπαντιέμαι με παλαιόθεν γνωστούς, και να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο, με δυο τρεις ζεστές κουβέντες, ότι θα περάσει η δυσκολία των καιρών. Στο να μετράω σε πόσα χρώματα παραλλαγής βγαίνουν οι πικροδάφνες μας, πόσο έντονες είναι οι νεραντζιές, και πόσο πράγματι πολλές,
( ‘Ισως είναι έτσι έντονες και άφθονες, γιατί τα δέντρα τα ζωγράφισαν τα παιδιά, αλλά δεν το ξέρουμε ). Στο να κάνω επίσκεψη ή να περνάω απέξω, από τα ψιλικατζίδικα, τα κρεοπωλεία, τα περίπτερα, τα φαρμακεία, όλα αυτά τα μαγαζιά που είναι πλέον endangered species, μέσα στη σφοδρότητα των αλλαγών των καιρών. Στο να σκέφτομαι πώς και αν θα αλλάξουν ποτέ τα παλιά, σπασμένα πλακάκια πεζοδρομίων ,που διεκδικούν κλέος αρχαιοτήτων. Στο να περιεργάζομαι την αρχιτεκτονική των παλιών σπιτιών με τις μυστικοπαθείς αυλές , που ναι, κατά απίστευτο τρόπο, υπάρχουν ακόμη. Στο να περιμένω το λεωφορείο στην στεγνή στάση, με τον σιδερένιο πάγκο με τις οπές, που σαν σουρωτήρι μας στηρίζει λίγο, όταν έχουμε αποκάμει. Στο να περπατώ μέσα σε μικρούς τοπικούς λόφους.
Και βέβαια, χαρά είναι και τα τοπικά σουβλατζίδικα, τα τραπεζάκια το βράδυ κάτω από τις τέντες, όπου γίνεται λαικό προσκύνημα, από τους πάντες. ‘Οπου η λαική ευωχία γίνεται σχεδόν μυσταγωγία, μια σύναξη σαν συνθηματική. Είμαστε εδώ, και το παλεύουμε, πολεμιστές και συνεχιστές της ζωής, μέσα στην υποτιθέμενη ανωνυμία μας.