Τα ψηφιακά λουλούδια
- Διήγημα συμμετοχή μου στον τόμο Craftbook 2, που είχε κεντρικό θέμα την Ετερότητα
- Περιορισμός, οι 800 λέξεις.

Artist: Eugene Delacroix
Start Date: 1848
Completion Date:1849
Style: Romanticism
Genre: flower painting
Technique: oil
Material: canvas
Dimensions: 135 x 102 cm
Gallery: Musee Ingres, Montauban, France
Κανένας. Κανένας δεν έχει τέτοιον Ντελακρουά. Δεν τον υποψιάζεται καν ότι υπάρχει. Αυτό το βάζο, αυτή η ανθοσύνθεση, με τα άνθη να κάνουν τα μάτια να αιμορραγούν από την ομορφιά τους. Εκεί στη μέση, στο στέρνο μέσα αυτού του big bang των λουλουδιών, εγώ διακρίνω ένα μισό πλαγιαστό πρόσωπο άνδρα, να λοξοκοιτά, υποδυόμενος το πορτοκαλί πέταλο.
Και τα καλοκαιρινά λουλούδια του Ανρί Φαντίν Λατούρ. Πόσο ζουμερά ακόμα, αν και από το 1880. Να στάζουν χυμούς πάνω στον καμβά, απελευθερώνοντας το ρετσίνι τους.
Και τα τριαντάφυλλα-μπαλαρίνες του Μανέ, που κάμνουν πουάντ μέσα από τα κρυστάλλινα βαζάκια τους. Και τα παλ όνειρα που πιάστηκαν στα γιαπωνέζικα βάζα του Σούκι Οκαμότο. Οι πλούσιες τουλίπες του Γιαν Φρανς βαν Ντάελ. Η καρέκλα με την παιδική ονείρωξη από μαργαρίτες του Ματίς, του 1916. Τα κυκλάμινα του Γιοχάνες Έβερσεν, από το 1951, άσπρα και απόλυτα άλικα συνάμα, σαν τα πρώτα μπαμπάκια περιόδου έφηβης. Οι θολές, σαν πλανεμένο βλέμμα, ίριδες του Μονέ, τα πεινασμένα κι επικίνδυνα πορτοκάλια δίπλα στο πράσινο βάζο του Σεζάν, οι σεμνές ανεμώνες του Μπρακ, τα παρθένα αγριοτριαντάφυλλα του Βαν Γκοχ, η γεωμετρική μελέτη σε χροιές ανατολής του Ντύρερ, οι συμπαγείς σαν τσιμέντο άσπρες τρομπέτες της Ο’ Κήφι.
Κανείς δεν έχει παρόμοια συλλογή λουλουδιών σαν τη δική μου, λογάριαζε ο Τηλέμαχος. 5.000 Pins. Πέντε χιλιάδες καρφιτσωμένες εικόνες από πίνακες με άνθη. Όταν στέλνω μπουκέτα στους φίλους μου στους τοίχους τους, ποτέ δεν πέφτω κάτω του πολύ καλού, ποτέ δεν αναρτώ κάτι ροζουλί, γλασέ και μπανάλ. Συνήθως δε υπερβαίνω την τελειότητα.
Όποτε έφτιαχνε το μουσείο του, κρατούσε πολλά παράθυρα ταυτόχρονα ανοιγμένα. Άλλα ήταν σε ονλάιν γκαλερί σταθμευμένα, άλλα σε ειδησεογραφικά σάιτς. Τα ειδησεογραφικά ιστολόγια τον σκιάζαν. Με τα αεροπλάνα και τα κεφάλια που έπεφταν, τα διάσπαρτα ανθρώπινα μέλη, τις αλλόκοτες αρρώστιες. Κατά βάθος, όλα τον σκιάζαν. Ευτυχώς η δουλειά του ήταν σχετικά εύκολη, ή τουλάχιστον έτσι την έβλεπε γιατί την αγαπούσε. Δάσκαλος Δημοτικού, που πάντα έπαιρνε την Πέμπτη και την Έκτη. Δεν τον κούραζαν ποτέ τα παιδιά, τα αγαπούσε τεράστια. Το μόνο που τον έθλιβε σταθερά ήταν ότι και αυτά, η κάθε σειρά, θα μεγάλωναν. Ατυχώς όμως γι’ αυτόν, ούτε οι μαθητές του αυτοί δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τις ψηφιακές συλλογές του, παρόλο που τους είχε δείξει μερικά βίντεο που είχε φτιάξει μόνος του σε δικό του κανάλι στο youtube.
Μια μαθήτριά του τουλάχιστον τον είχε αποζημιώσει, λέγοντάς του ότι είπε στη μεγάλη αδελφή της, που έφτιαχνε κεραμικά και τα ζωγράφιζε με λουλούδια, να ψάξει και να βρει τα βίντεό του, και ότι της άρεσαν πολύ. Έτσι, ο Τηλέμαχος απέκτησε μια σταθερή κι ευγενική ψηφιακή φαν, τη Μάνια. Η Μάνια είχε επίσης κανάλι δικό της στο youtube. Στα βίντεό της, έδειχνε τα εργαστήρια κεραμικής που διοργάνωνε σε δικό της χώρο, αλλά και σε χώρους δήμων, όπως παρουσίαζε και τα δημιουργήματα των μαθητών της.
Κράτησαν μια αλληλογραφία έτσι για μερικούς μήνες, ανταλλάσσοντας απόψεις για πίνακες, εικόνες, ζωγραφιές, ιδέες. Συχνά η Μάνια, που έφτιαχνε πολύ κεφάτα βίντεο, όπου παρουσίαζε βασικά τα πήλινα των παιδιών, χωρίς να δείχνει ούτε το δικό της αλλά ούτε και τα δικά τους πρόσωπα, τον πείραζε για μια «υποβόσκουσα μελαγχολία και ραθυμία» που θεωρούσε ότι τον χαρακτήριζε, δίνοντάς του και το παρατσούκλι «Μούχλας». Σχεδόν χρόνο ολόκληρο τα έλεγαν στα μηνύματα, χωρίς να την έχει δει και χωρίς να έχουν ιδωθεί ή μιλήσει καν. Τελικά ο Μούχλας πήρε την απόφαση και κίνησε να πάει να την βρει, μια Κυριακή, σε επίδειξη των έργων του εργαστηρίου της, μια Κυριακή βαριά γι’ αυτόν, έναν Φλεβάρη κρύο, δύσκολο κι ανάποδο. Εκείνη του είχε υποσχεθεί «πολλή ομορφιά».
Το μεσημέρι κείνης της φλεβαριάτικης, κρύας Κυριακής, έφτασε ο συχνά με ζαρωμένη καρδιά Μούχλας στο συνοικιακό χώρο δημιουργίας και μπήκε αμήχανα και επιφυλακτικά στην αίθουσα, που είχε μισάνοιχτη πόρτα. Τα νεανικά κεφάλια γύρισαν και τον κοίταξαν, με το διεκδικητικό για απαντήσεις βλέμμα της ηλικίας, και τα χέρια τους απασχολημένα με τη λάσπη. Η Μάνια τον κατάλαβε αμέσως και του χαμογέλασε από το κέντρο του κύκλου των θρανίων, με το πιο γιγάντιο και καθαρό χαμόγελο που είχε χρόνια αυτός να δει, κοιτώντας τον πίσω από επίσης πελώρια τετράγωνα γυαλιά. Είχε ακριβώς δίπλα της τρία πήλινα βάζα. Τα σήκωσε ένα ένα γρήγορα και αποφασιστικά από το πάτωμα, και τα απίθωσε επιδέξια στην αγκαλιά της. Με τα χέρια της έστρεψε σβέλτα και δυνατά τις ρόδες του αμαξιδίου της προς αυτόν και κύλησε προς το μέρος του. ‘Εφτασε μπροστά του και, χωρίς ούτε καν να πει γεια, του έστησε όρθια τα τρία βάζα που είχε φτιάξει, για να τα δει. Είχαν επάνω τον Λατούρ του, τον Ντελακρουά και τον Ματίς του ζωγραφισμένα, με τα χρώματά τους να σπαρταράνε πάνω στον φλοιό του πηλού.
Ο Τηλέμαχος άκουσε το κρακ της παγωμένες κρούστας της ψυχής του, σχεδόν μέχρι τον υποθάλαμο του μυαλού του. Του έπεσε ένα ανυπόμονο δάκρυ χαράς πάνω σ’ ένα ζωγραφιστό ανθάκι, και ύστερα έσκυψε και την φίλησε στο μάγουλο.
Πόσο μα πόσο χαίρομαι Ειρήνη μου, να σε διαβάζω, νομίζω πως οτιδήποτε και αν γράψω θα είναι σκέτη παραφωνία σ’ αυτό το κείμενο- πίνακα! :)
Περιττό να σου πω, πως πριν σε διαβάσω, μεγάλωσα τον πίνακα, με αυτό τον τρόπο «χώθηκα» πιο εύκολα στην ιστορία! ;-)
ΑΦιλάκια πολλά πολλά! :)
Πόσο χαίρομαι γλυκιά μου *****